Οι ‘’ριζοσπάστες αριστεροί’’ συχνά προβάλλουν ένα ευλογοφανές επιχείρημα: δεν ευθυνόμαστε εμείς, ισχυρίζονται, για τα δεινά της χώρας, ευθύνονται αυτοί που κυβέρνησαν επί σαράντα χρόνια, εμείς κυβερνήσαμε για λιγότερο από πέντε χρόνια.
Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Δεν έχουν τόσο σημασία τα ονοματεπώνυμα ή οι κομματικές ταμπέλες αυτών που κυβέρνησαν όσο οι συγκεκριμένες πολιτικές που εφαρμόσθηκαν από το 1974 και μετά και που συνέβαλαν, με διαφορετικά ποσοστά ευθύνης, ώστε το ελληνικό κράτος να περιέλθει ουσιαστικά σε κατάσταση πτώχευσης τον Μάϊο 2010.
Του Κώστα Χριστίδη*
Η χρεοκοπία επήλθε γιατί το παναρμόδιο και μεγαλομανές κράτος διόγκωσε, με διαρκώς αυξανόμενο αλόγιστο δανεισμό, το δημόσιο χρέος σε επίπεδο μη διαχειρίσιμο.
Ο δανεισμός πραγματοποιήθηκε προκειμένου να διορισθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι (είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός τους, από 112.986 το 1974, είχε αυξηθεί σε 768.009 το 2010), να δοθούν εκατοντάδες χιλιάδες πρόωρες συντάξεις, να συνταξιοδοτηθούν 300.000 ‘’αντιστασιακοί’’, να κατασπαταληθούν δεκάδες δις ευρώ σε επιδοτήσεις ανύπαρκτων αγροτικών δραστηριοτήτων κλπ., στο πλαίσιο καλλιέργειας πελατειακών σχέσεων.
Υπόβαθρο των εξελίξεων αυτών είναι η επικρατήσασα σε όλα τα κόμματα καθ’ όλη την κρινόμενη περίοδο ιδεολογία του σοσιαλκρατισμού, της αντίληψης δηλ. ότι το κράτος μπορεί και πρέπει να αναλαμβάνει κάθε αρμοδιότητα και να λύνει οποιοδήποτε πρόβλημα, περιορίζοντας αντιστοίχως την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ταυτόχρονα αναπτύχθηκε ένας αφόρητος κομματισμός, με την δημιουργία μίας νομενκλατούρας στελεχών, παιδιών του κομματικού σωλήνα, η ανέλιξη των οποίων βασίσθηκε όχι σε αξιοκρατικά κριτήρια αλλά στον κομματικό πατριωτισμό και δη στη νομιμοφροσύνη στο πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού. Ιδιαίτερα επιβλαβής υπήρξε ο ρόλος του κομματικού συνδικαλισμού στη δημόσια διοίκηση, στις ΔΕΚΟ, στο λεγόμενο ‘’φοιτητικό κίνημα’’.
Σε όλες τις παραπάνω εκφάνσεις κρατισμού και κομματισμού πάντοτε πρωτοστατούσε η Αριστερά, αγωνιζόμενη λυσσωδώς για να ματαιωθεί κάθε αναγκαία μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός του κράτους.
Υποστήριξε κάθε συντεχνιακή διεκδίκηση και κάθε απεργιακή κινητοποίηση, δαιμονοποίησε την επιχειρηματικότητα θεωρώντας κάθε ιδιωτικό φορέα ως μονοπώλιο, ταξικό εχθρό, δράστη ή ύποπτο φοροδιαφυγής και καταστροφέα του περιβάλλοντος.
Χαρακτήριζε κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης ως ‘’ξεπούλημα’’ και ανεχόταν την ανομία και τη βία, όταν αυτές γίνονταν ‘’για καλό σκοπό’’(αυθαίρετη δόμηση, κίνημα ‘’δεν πληρώνω’’) ή επιδιδόταν σε καταλήψεις κτιρίων, δρόμων, λιμανιών, εμπρησμούς εμπορικών και τραπεζικών καταστημάτων με θάνατο ανυποψίαστων ανθρώπων κλπ.
Η ιστορική ευθύνη της για την πορεία του τόπου είναι αναμφισβήτητη. Βεβαίως, στο διάστημα κατά το οποίο άσκησε κυβερνητικά καθήκοντα, αναγκάσθηκε να προσγειωθεί ανώμαλα στην πραγματικότητα.
Τέρμα, πλέον, τα σχισίματα των μνημονίων ‘’με ένα νόμο, ένα άρθρο’’, οι ανέξοδες ‘’αυταπάτες’’, η απλοϊκή πεποίθηση ότι ο πολιτικός βολονταρισμός με όργανο το κράτος μπορεί να επιλύει κάθε πρόβλημα. Επανελθούσα, ωστόσο, στην αντιπολίτευση, επιδίδεται εκ νέου στις ίδιες πρακτικές.
Έχω και άλλοτε παρομοιάσει την ελληνική οικονομία με έναν κολυμβητή που προσπαθεί να κολυμπήσει στη θάλασσα έχοντας δεμένο στο πόδι του ένα τεράστιο βαρίδι.
Το βαρίδι αυτό είναι ο σοσιαλκρατισμός που πιέζει προς τον βυθό μέσω υπέρμετρης φορολογίας, αφόρητης γραφειοκρατίας, πρόκλησης αβεβαιοτήτων, αποθάρρυνσης επενδύσεων, βραδύτητας στην απονομή δικαιοσύνης κλπ.
Ο κολυμβητής δεν θα μπορέσει να κρατηθεί στην επιφάνεια εάν δεν απαλλαγεί εγκαίρως από το βαρίδι αυτό.