Μία δεκαμελής φιλική συντροφιά αποφασίζει βραδινή έξοδο σε μία ταβέρνα προς διασκέδαση. Ένας εκ των φίλων, λίγο πριν έλθει η ώρα του λογαριασμού, προφασίζεται την ανάγκη ‘’να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα’’, εξέρχεται της αιθούσης και αποχωρεί οριστικά χωρίς να καταβάλει το μερίδιο του λογαριασμού που του αναλογεί.
Κατά το ποσόν αυτό, αναπόφευκτα, προσαυξάνεται η αναλογία των λοιπών συνδαιτημόνων. Πώς θα χαρακτηρισθεί ο άνθρωπος αυτός όταν εντοπισθεί από τους άλλους; Λωποδύτης, μασκαράς, απατεώνας.
Του Κώστα Χριστίδη*
Ωστόσο συχνά τα πράγματα, τόσο στο παραπάνω παράδειγμα όσο και στην ζώσα πραγματικότητα, δεν είναι τόσον απλά.
Τί θα συνέβαινε π.χ. εάν κάποιος από την παρέα κατανάλωνε διπλάσιες σε σχέση με τους άλλους ποσότητες φαγητών ή ποτών ή εάν, σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας, έπαιρνε φαγητά ‘’σε πακέτο’’, προς κατανάλωση κατ’ οίκον, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους άλλους;
Ή εάν ο πονηρός ταβερνιάρης, προκειμένου να γίνει αρεστός σε περισσότερους, μειώνει τις τιμές σε άλλους θαμώνες και επιβαρύνει με την διαφορά τα μέλη της συγκεκριμένης συντροφιάς ;
Ή εάν ο ίδιος προσλαμβάνει διπλάσιο του απαιτούμενου αριθμό σερβιτόρων, αυξάνει σημαντικά τις αποδοχές του προσωπικού και μετακυλίει το επιπλέον κόστος στις τιμές;
Βεβαίως, στον ιδιωτικό τομέα τέτοιες παράλογες πρακτικές θα οδηγούσαν, μέσω του ανταγωνισμού, σε πτώχευση τον συγκεκριμένο επιχειρηματία. Το κράτος, όμως, χρηματοδοτείται μέσω των φόρων, δηλ. εισφορών εξαναγκαστικού χαρακτήρα ή μέσω δανεισμού (συχνά αλόγιστου).
Η φορολογία, παρά την υποχρεωτικότητά της, βασίζεται στην σιωπηρή αποδοχή της πλειοψηφίας των πολιτών ότι οι φόροι πρέπει να καταβάλλονται γιατί χωρίς αυτούς το κράτος δεν μπορεί να χρηματοδοτεί τις θεμιτές αρμοδιότητές του.
Η σιωπηρή αυτή αποδοχή εξασφαλίζεται με την ανταποδοτικότητα των φόρων, η οποία αποτελεί το ηθικό θεμέλιο του φορολογικού συστήματος. Εάν αυτή ελλείπει, έχουμε όχι φορολόγηση αλλά έννομη αρπαγή.
Και δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα όταν φαύλοι πολιτικοί διορίζουν υπεράριθμους υπαλλήλους στον δημόσιο τομέα, παρέχουν αφειδώς συντάξεις σε δήθεν τυφλούς ή αναπήρους, αντιστασιακούς ή σαραντάρηδες για ψηφοθηρικούς λόγους, κλπ.
Η ηθική θεμελίωση, ωστόσο, του φορολογικού συστήματος δεν αρκεί, όπως δεν αρκούν παραινέσεις, εκκλήσεις ή απειλές.
Για να λειτουργεί σωστά το σύστημα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τρεις αρχές:
Πρώτον, να μη συνιστά υπερφορολόγηση, η οποία αποτελεί αυξημένο κίνητρο για φοροδιαφυγή.
Δεύτερον, πρέπει το σύστημα να χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια. Να μην είναι υποχρεωτική η προσφυγή στις υπηρεσίες φοροτεχνικών και να είναι χαμηλό το κόστος βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων.
Τρίτον, πρέπει το σύστημα να βασίζεται στην συνεισφορά των πολιτών στο δημόσιο ταμείο αναλογικά με τις πραγματικές δυνατότητές τους, σύμφωνα με την απλή λογική και όχι βάσει ‘’προοδευτικών‘’ κλιμάκων που απηχούν μεταφυσικές αρχές δικαιοσύνης και καταδικάζουν πάρα πολλούς σε παγίδες φτώχειας και σε brain drain.
Ευτυχώς υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα που ανταποκρίνεται στις παραπάνω αρχές. Είναι αυτό του ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat – tax rate).
Μία παραλλαγή του θα ήταν: φορολογικός συντελεστής 20% για άτομα και επιχειρήσεις, με έκπτωση ενός αφορολόγητου ορίου (π.χ. 8.000 ευρώ) για κάθε φορολογούμενο. Τέτοια συστήματα εφαρμόζονται ήδη με επιτυχία σε πολλές χώρες, και θα έπρεπε να μελετηθούν από το σημερινό οικονομικό επιτελείο χωρίς καθυστέρηση.
Νομικός – Οικονομολόγος*