Μπορεί οι κύριοι Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Χουλιαράκης να έκαναν αυτήν την εβδομάδα το ...«μνημόσυνο» της –πάλαι ποτέ- μεσαίας τάξης, λέγοντας πως ήταν «πολιτική επιλογή» να την κτυπήσουν, κανείς δεν μπορεί όμως να τους κατηγορήσει ότι αποκάλυψαν κάτι που ήταν δεν είχε πει πρώτος από όλους ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναφέρει το newmoney.
Στις 5 Ιουνίου 2016, όταν ήταν ακόμη νωπές οι υποσχέσεις για κατώτατο μισθό 751 ευρώ για όλους και αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, ο κύριος Αλέξης Τσίπρας στοχοποιούσε ανοικτά σαν προνομιούχους, όσους έβγαζαν τότε ακόμα 2.000 ευρώ καθαρά το μήνα. Μιλώντας στη Βουλή και λέγοντας απευθυνόμενος στον κύριο Αντώνη Σαμαρά: «Σας άκουσα να λέτε ότι ερχόμαστε να φέρουμε βάρη και στη μεσαία τάξη. Κύριε Σαμαρά, καλό είναι να μην κυκλοφορείτε μονάχα στην Κηφισιά, διότι αν κυκλοφορήσετε στην υπόλοιπη Ελλάδα των μνημονίων, θα καταλάβετε ότι 30.000 ατομικό εισόδημα δεν χαρακτηρίζει σήμερα τη μεσαία τάξη. Δυστυχώς»!
Και για όποιον δεν κατάλαβε, ο πρωθυπουργός κήρυξε από τότε και επισήμως τον πόλεμο στην μεσαία τάξη (ή ό,τι απέμεινε από αυτήν) λέγοντας ξεκάθαρα πως «εκεί θέλουμε να αυξήσουμε τα βάρη, όχι στους φτωχούς», επιχειρώντας να δικαιολογήσει γιατί η κυβέρνηση αύξησε τελικά -αντί να καταργήσει όπως υποσχόταν- την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Στην πράξη, θα περίμενε κανείς δυόμισι χρόνια αργότερα να είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση μια αναδιανεμητική λογική. Ωστόσο τα σχεδόν 800 εκατομμύρια ευρώ που έδωσε από φέτος για Κοινωνική Εισόδημα Αλληλεγγύης, προήλθαν από αναδιανομή των επιδομάτων φτώχειας που προϋπήρχαν και καταργήθηκαν, για να ενσωματωθούν στο ΚΕΑ. Στην ίδια ισοπεδωτική λογική, στην ομιλία του εκείνη, ο πρωθυπουργός έθεσε εμβληματικά ως ευγενή στόχο της κυβέρνησης την διάσωση (μόνον) των χαμηλοσυνταξιούχων από την κατάργηση του ΕΚΑΣ, το οποίο όμως τελικά δεν διέσωσε!
Βάζοντας όμως τον πήχη της διάκρισης σε προνομιούχους και μη στα 2.000-2.500 ευρώ, ήταν από εκεί και πέρα πολύ εύκολο να πέσει ακόμα πιο χαμηλά, για να σαρώσει ακόμα χαμηλότερα εισοδήματα. Όπερ και εγένετο.
Πριν δύο χρόνια, τέλη του 2015 - αρχές του 2016, ο αρμόδιος για την φορολογία υπουργός Οικονομικών κύριος Τρύφων
Αλεξιάδης έδωσε έναν νέο ορισμό του «πλούτου» που πρέπει να φορολογηθεί στην Ελλάδα. Σε συνέντευξή του ο κύριος Αλεξιάδης έλεγε:
«Υψηλό είναι το εισόδημα που απομένει σε κάποιον, εφόσον έχει καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Για παράδειγμα, 15.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα είναι διαφορετικό αν κάποιος είναι μόνος του, ή αν έχει άνεργη σύζυγο, ενοίκιο και παιδί που σπουδάζει στην επαρχία. Δεν είναι όλα τα εισοδήματα το ίδιο. Δεν θα βάλουμε ένα όριο των πχ 15.000 ή 20.000 ή 30.000 ευρω σαν όριο του πλούτου».
Με άλλα λόγια, αντί να μιλά για τα «ρετιρέ» των 50.000 ή 100.000 ή 200.000 ευρώ το χρόνο και πάνω, η κυβέρνηση άρχισε να «ψαρεύει» πλουσίους προς φορολογήγηση στα περίπου 1.250 ευρώ το μήνα προκειμένου για άγαμους, ή έως 2.500 ευρώ για οικογενειάρχες με πολλές υποχρεώσεις. Τουλάχιστον όμως εκείνος έθεσε και την παράμετρο των αναγκών «στο ζύγι», χωρίς να καταδικάζει άκριτα τους άγαμους και τους πολύτεκνους για το πόσα βγάζουν ή αν κάνουν δεύτερη δουλειά για να φτάσουν στα λεφτά αυτά, όπως έκανε μισό χρόνο νωρίτερα ο Έλληνας Πρωθυπουργός.
Και φέτος πάλι όμως, τον περασμένο Μάρτιο, ο κύριος Τσακαλώτος ομολόγησε πως «ζορίσαμε την μεσαία τάξη». Το πρόβλημα μόνο είναι «ζορίζουν» και πάλι τα πιο χαμηλά εισοδήματα, επιβάλοντας φόρους στα 8650 ευρώ τον χρόνο, ή στα 5.250 ευρώ από το 2020 (ή και νωρίτερα). Δηλαδή η κυβέρνηση μειώνει το αφορολόγητο σχεδόν στα μισά από όσα το βρήκε, ενώ θα αφήνει αφορολόγητους μόνον όσους βγάζουν 450 ευρώ το μήνα!