Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι από τα πιο επιβαρυμένα στην Ευρώπη, έδειξε μελέτη του Tax Foundation σχετικά με τους συντελεστές του ΦΠΑ .
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 1η θέση στην Ευρωζώνη, με βασικό συντελεστή 24%, μαζί με τη Φινλανδία. Σε σύγκριση με όλα τα μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση, αναφέρει το protothema.
Οι χώρες της ΕΕ με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ είναι η Ουγγαρία (27%), και η Κροατία, η Δανία και η Σουηδία (25%).
Το Λουξεμβούργο επιβάλλει το χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ (17%) ακολουθούμενο από τη Μάλτα (18%), την Κύπρο, τη Γερμανία και τη Ρουμανία (19%).
Ο μέσος συντελεστής ΦΠΑ της ΕΕ είναι 21%, έξι μονάδες υψηλότερος από τον ελάχιστο συντελεστή ΦΠΑ που απαιτείται από τον κανονισμό της ΕΕ.
Οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες θα μπορούσαν να τον εκπέσουν, ενώ οι τελικοί καταναλωτές επιβαρύνονται στο 100%, καθώς δεν προβλέπεται κάποιου είδους έκπτωση.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κίνητρο για την αποφυγή ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό, ειδικά σε περιπτώσεις που ο καταναλωτής πληρώσει τον ΦΠΑ σε αντίθεση με την επιχείρηση όπου η επιβάρυνση είναι πολύ μεγαλύτερη.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ τα προηγούμενα χρόνια βάθυνε την τρύπα των εισπράξεων. Περίπου 6 δισ. χάνονται ετησίως στην Ελλάδα από τη μη καταβολή του ΦΠΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η εφαρμογή ενός μοναδικού συντελεστή ΦΠΑ, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θεωρείται ιδανική, προκειμένου να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις.
Ωστόσο, η πρακτική των κρατών είναι να εφαρμόζουν μειωμένους ή υπερμειωμένους συντελεστές, ως μέτρο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, καθώς έτσι διατηρούνται χαμηλότερα οι τιμές σε είδη ευρείας κατανάλωσης ή υπηρεσίες πρώτης γραμμής π.χ. το ηλεκτρικό ρεύμα.
Έρευνα του ΟΟΣΑ, την οποία επικαλείται η μελέτη, αντικρούει αυτήν την πρακτική, υποστηρίζοντας ότι η πρόβλεψη απαλλαγών και ειδικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Η έρευνα του ΟΟΣΑ προτρέπει για άμεσες οικονομικές λύσεις ως κοινωνική πολιτική και όχι έμμεσους τρόπους.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να ρίξει τον ανώτατο συντελεστή στο 24% και το μειωμένο από το 13% στο 11%, διατηρώντας τον υπερμειωμένο στο 6%.