Αναταράξεις προκαλεί και σήμερα στις διεθνείς αγορές η κρίση στην Τουρκία, με τη λίρα να μην μπορεί να ανακάμψει από τις ισχυρές απώλειες που της έχουν στοιχίσει από τις αρχές του χρόνου σχεδόν το ήμισυ της αξίας της.
Σε μια προσπάθεια να στηρίξει το νόμισμα η Κεντρική Τράπεζα της χώρας ανακοίνωσε νωρίτερα ότι θα προχωρήσει στην παροχή του συνόλου της ρευστότητας που χρειάζονται οι τράπεζες, στο πλαίσιο των μέτρων για τη στήριξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, αναφέρει το newmoney.
Σχέδιο οικονομικής δράσης ανακοίνωσε το τουρκικό ΥΠΟΙΚ
Στο μεταξύ, μιλώντας στην Hurriyet ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών Berat Albayrak τόνισε πως οι αρχές σε συνεννόηση με τις τουρκικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Απέκλεισε το ενδεχόμενο δήμευσης λογαριασμών με συνάλλαγμα ενώ τόνισε, πως υπάρχει έτοιμο σχέδιο δράσης για τον τομέα της πραγματικής οικονομίας που επηρεάζεται περισσότερο από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Είπε δε ότι θα προσφέρει στήριξη μέσω δημοσιονομικών πολιτικών στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής.
Οι πρωτοβουλίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την πρόσκαιρη σταθεροποίηση της λίρας στα είπεδα των 6,5-6,6 δολαρίων, ωστόσο αργότερα οι απώλειες αυξήθηκαν με το τουρκικό νόμσια να διολισθαίνει ξανά κοντά στα 7 δολάρια.
Αναταράξεις σημειώνονται και στη διεθνείς αγορές, καθώς στο κόκκινο βρέθηκαν οι ασιατικοί και ευρωπαϊκοί δείκτες. Στο Τόκιο ο Nikkei έχασε σχεδόν 2%.
Η πτώση της λίρας είχε ως συνέπεια να ασκηθούν πιέσεις και στο ευρώ που βρέθηκε νωρίτερα στο χαμηλοτερο επίπεδο των τελευταίων 13 μηνών, ενώ ευάλωτα στάθηκαν και τα νομλισματα των αναδυόμενων αγορών, όπως το μεξικανικόσ πέσο, η ισνδική ρουπία και το ραντ Νοτίου Αφρικής, καθώς οι επενδυτές στρέφονται μαζικά στα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια, όπως το δολάριο και το γεν.
Ο Ερντογάν επιστρετεύει τους εισαγγελείς στη μάχη κατά της κρίσης
Στο μεταξύ, την παρέμβαση του εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε η κατάρρευση της τουρκικής λίρας, καθώς ξεκινά έρευνα για όσους εμπλέκονται σε ενέργειες που απειλούν την «οικονομική ασφάλεια» της Τουρκίας, όπως μεταδίδουν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την εισαγγελία, η Τουρκία αποτελεί στόχο οικονομικής επίθεσης και για αυτό μπαίνουν στο στόχαστρο οι ειδήσεις και οι λογαριασμοί σε social media.
Ο κίνδυνος να στοχοποιηθούν απόψεις και ενέργειες με πρόσχημα την αναταραχή στις αγορές είναι και πάλι ορατός στην Τουρκία, μετά τις διώξεις σε βάρος πολιτών που κατηγορούνται για συμμετοχή στο πραξικόπημα κατά του Erdogan.
Τα πώς και τα γιατί της κρίσης
Οταν το 2003 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξελέγη πρωθυπουργός της Τουρκίας, η χώρα βρισκόταν σε αυστηρό μνημονιακό καθεστώς, έχοντας λάβει ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα στήριξης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η οικονομική κρίση του 2001, η μεγαλύτερη στην ιστορία της γείτονος, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος κατά 5,7% , την αύξηση του πληθωρισμού στο 55%, την κατάρρευση της ισοτιμίας λίρας - δολαρίου κατά 51% και την απώλεια δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Την ώρα που η τουρκική λίρα καταρρέει, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να δώσει ένα ακόμη χτύπημα, ανακοινώνοντας την επιβολή διπλάσιων δασμών στο αλουμίνιο και τον χάλυβα και υπογραμμίζοντας ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία «δεν είναι καλές». Στις αρχές του 2018, έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια παντοδυναμίας του Ερντογάν, η Τουρκία έμοιαζε να έχει αφήσει πίσω της διά παντός τα χρόνια της κατάρρευσης. Η οικονομία κατέγραφε ρυθμό ανάπτυξης 7,4%. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα είχαν εκτοξευτεί στα 13 δισ. δολάρια ανά έτος, ενώ το 2023, στη συμπλήρωση των 100 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο Ερντογάν φιλοδοξούσε να δει τη χώρα του να συγκαταλέγεται στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, με τον όγκο των εξαγωγών της να ανέρχεται στα 500 δισ. δολάρια και το ΑΕΠ της στο 1 τρισ.
Η πραγματικότητα ωστόσο έδειξε ότι πίσω από τους αριθμούς που ευημερούν, η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης και η πιθανότητα είτε της εκ νέου προσφυγής στο ΔΝΤ, είτε της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) φαντάζει κάθε μέρα και πιο κοντινή. Κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας με το ευρώ και το δολάριο. Διαρκής πτώση του τουρκικού χρηματιστηρίου. Ανοδος του πληθωρισμού που αγγίζει το 16% και παράλληλη μείωση του εισοδήματος των Τούρκων πολιτών και ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που «λυγίζουν» υπό το βάρος των επιχειρηματικών δανείων με ρήτρα δολαρίου.
Οι επιλογές του Τούρκου προέδρου στην εξωτερική πολιτική ήταν το ίδιο επιζήμιες για την οικονομία της χώρας με αυτές στη δημοσιονομική πολιτική. Η πρόθεσή του να εκδώσει ομόλογα που θα βασίζονται στο κινεζικό νόμισμα, η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας με το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα και η «αντι-δυτική» ρητορική του καθιέρωσαν την πολιτική και οικονομική αστάθεια στη χώρα. Οι γεωπολιτικές διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που αφορούσαν μεταξύ άλλων στον εμφύλιο της Συρίας, στην υποστήριξη των Αμερικανών σε Κούρδους μαχητές και στις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, ξεπέρασαν το διπλωματικό επίπεδο και τις λεκτικές επιθέσεις, με τον Τούρκο Πρόεδρο να «θεσμοθετεί» τη φυλάκιση Ευρωπαίων και Αμερικανών πολιτών, τους οποίους χρησιμοποιεί ως ομήρους. Από τον Γερμανό δημοσιογράφο Ντενίζ Γιουτζέλ που έμεινε στις τουρκικές φυλακές, τον Αμερικανό πάστορα Αντριου Μπράνσον που κρατείται από το 2016 και τους δύο Ελληνες στρατιωτικούς, τον Αγγελο Μητρετώδη και τον Δημήτρη Κούκλατζη που παραμένουν για έκτο μήνα έγκλειστοι χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συντηρεί το αφήγημα της «εχθρικής προς την Τουρκία Δύσης».
Η Ε.Ε. και η οργή των ΗΠΑ
Απέναντι στην προκλητική στάση του Τούρκου προέδρου, οι αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι προσεκτικές. Για την Ε.Ε. η Τουρκία αποτελεί έναν δύσκολο, αλλά απαραίτητο γείτονα. Ο Ερντογάν, παρόλο που δεν έχει λάβει ούτε τα οικονομικά ανταλλάγματα, ούτε την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες όπως προέβλεπε η συμφωνία με την Ε.Ε., εξακολουθεί να κρατά τους πρόσφυγες μακριά από την Ευρώπη, ενώ αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε τουρκικό χρέος. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, οι ισπανικές τράπεζες κατέχουν 82 δισ. ευρώ τουρκικού χρέους, οι γαλλικές 38 και οι γερμανικές 17 δισ.
Η περίπτωση όμως των Ηνωμένων Πολιτειών και η συνεχιζόμενη κράτηση του Αντριου Μπράνσον είναι διαφορετική. Λίγο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν τον αμερικανικό ευαγγελιστή ιερέα και τη σύζυγό του Νορίν, ο οποίοι ζουν στην Τουρκία για περισσότερα από 20 χρόνια. Η κυρία Μπράνσον αποφυλακίστηκε μετά από 13 ημέρες κράτησης, ενώ ο ιερέας κρατείται επί 21 μήνες στις τουρκικές φυλακές με κατηγορίες για τρομοκρατία και κατασκοπεία που επισύρουν ποινές κάθειρξης έως και 35 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Αμερικανού πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ τον περασμένο Ιούλιο, η Ουάσινγκτον νόμιζε ότι είχε εξασφαλίσει μια συμφωνία. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Washington Post», ο Τούρκος πρόεδρος πρότεινε την ανταλλαγή του Αμερικανού ιερέα με την Τουρκάλα Εμπρού Οζκάν, που βρισκόταν σε φυλακή του Ισραήλ κατηγορούμενη για συνεργασία με την οργάνωση Χαμάς. Λίγες ημέρες αργότερα το Τελ Αβίβ αποφυλάκισε και απέλασε στην Τουρκία την Οζκάν, ενώ τουρκικό δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Μπράνσον δεν πρέπει να σταλεί στις ΗΠΑ, αλλά να παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Τουρκία.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας, ο Ερντογάν επέλεξε να χρησιμοποιήσει εκ νέου ως όμηρο τον Αμερικανό πάστορα ζητώντας από την Ουάσινγκτον την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο πρόεδρος της Τουρκίας κατηγορεί για την ενορχήστρωση του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Ο νέος εκβιασμός της Αγκυρας οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις σε δυο υπουργούς της κυβέρνησης Ερντογάν, τον υπουργό Δικαιοσύνης Αμπντουλχαμίτ Γκιούλ και τον υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Παρόλο που οι άμεσες συνέπειες αυτών των κυρώσεων είναι μικρές, η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ έχει ήδη εγκρίνει έναν νόμο που θα μπορούσε να απαγορεύσει στους Αμερικανούς αντιπροσώπους στην Παγκόσμια Τράπεζα και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης να εγκρίνουν νέα δάνεια προς την Τουρκία. Μια εξέλιξη που προκαλεί τρόμο στην Αγκυρα, καθώς η γειτονική χώρα συγκαταλέγεται στις πιο ευνοημένες, έχοντας λάβει δάνεια άνω των 927 εκατ. δολαρίων από την Παγκόσμια Τράπεζα και άνω των 1,8 δισ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
«Υπερθέρμανση» της οικονομίας
Σύμφωνα με διεθνείς οικονομικούς αναλυτές, υπεύθυνος για το καθοδικό σπιράλ της τουρκικής οικονομίας είναι ο ίδιος που την οδήγησε στο παρελθόν σε ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους ακόμα και από αυτούς της Γερμανίας και της Κίνας. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Εφαρμόζοντας ένα μείγμα πολιτικής και οικονομίας που εξυπηρετούσε τον μεγαλοϊδεατισμό του, το «όραμα 2023», όπως ονομάζεται το υπερφιλόδοξο σχέδιο του «Σουλτάνου» να μετατρέψει την Τουρκία σε μια από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και σε ισχυρή, παγκόσμια, πολιτική και στρατιωτική δύναμη όταν θα γιορτάζει τα 100 έτη από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 από τον Κεμάλ Ατατούρκ, διεθνείς οικονομικοί αναλυτές αλλά και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έβλεπαν πίσω από τους αριθμούς τα... turkish statistics. Διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, νεποτισμός, υπερσυγκέντρωση εξουσιών και ανοιχτή αντιπαράθεση με Ε.Ε. και ΗΠΑ σε συνδυασμό με στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωναν οι τουρκικές αρχές που δεν ανταποκρίνονταν σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα. Ηδη από τα τέλη του 2017 η πανίσχυρη γερμανική Ενωση Εμπορίου και Επενδύσεων (GTAI) είχε επισημάνει την «υπερθέρμανση» της τουρκικής οικονομίας και σε εσωτερικό της έγγραφο προειδοποιούσε ότι «η τουρκική κυβέρνηση θέτει την ανάπτυξη πάνω από τη σταθερότητα».
Από το οικονομικό θαύμα στη «φούσκα»
Η οικονομική πολιτική που εφήρμοσε ο Ερντογάν βασίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε κρατικές εγγυήσεις προς κατασκευαστικές εταιρείες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δημιούργησαν μια θανάσιμη τραπεζική «φούσκα». Μέχρι το 2017 το κράτος είχε εγγυηθεί πάνω από 200 δισ. λίρες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ισοδυναμούν με 50 δισ. ευρώ, ενώ προχώρησε στη μείωση του ΦΠΑ στις οικοσκευές με σκοπό την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα προγράμματα της οικονομικής τόνωσης του Ερτνογάν είχαν όμως μια σημαντική επίπτωση. Στηρίζονταν σε πιστώσεις. Και τα πολλά και φτηνά δάνεια αύξησαν την προσφορά χρήματος. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 οι Αρχές στην Τουρκία προχώρησαν σε συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ οι θεωρίες συνωμοσίας και η ρητορική μίσους κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Ερντογάν είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση των τουριστών και μια παρατεταμένη πολιτική και οικονομική αστάθεια. Το 2016 επισκέφθηκαν την Τουρκία εννέα εκατομμύρια λιγότεροι τουρίστες σε σχέση με το 2015, ενώ οι ξένες επενδύσεις μειώθηκαν στα 12,3 δισεκατομμύρια δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός στη χώρα άγγιζε το 12% και ενώ οικονομική θεωρία και πρακτική συνιστούσαν στην κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, ο πρόεδρος Ερντογάν απείλησε τους τραπεζίτες, ώστε ο διαρκής φθηνός δανεισμός προς τους πολίτες να ενισχύσει το «φιλολαϊκό» του προφίλ.
Η απεγνωσμένη έκκληση του Ερντογάν προς τους Τούρκους πολίτες σε προεκλογική του ομιλία με τη φράση «αδέλφια μου, όσοι έχετε δολάρια ή ευρώ κάτω από το στρώμα, κάντε τα τουρκικές λίρες» δεν αρκούσε για να αποτρέψει το αναπόφευκτο.
Οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου του 2018 και η προσπάθεια του Ερντογάν να κερδίσει από τον πρώτο γύρο οδήγησαν σε προεκλογικές υποσχέσεις για περισσότερα δημοσιονομικά ελλείμματα και στην καταδίκη της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Λονδίνο τον περασμένο Μάιο, ο Ερντογάν όχι μόνο δεν ανακοίνωσε την αύξηση των επιτοκίων, αλλά αντίθετα ζήτησε την περαιτέρω μείωσή τους. Οι υποψίες των επενδυτών για άμεσο πολιτικό έλεγχο στην υποτιθεμένη ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα και στη νομισματική πολιτική της Τουρκίας είχαν επιβεβαιωθεί, ενώ αμέσως μετά τον εκλογικό του θρίαμβο στις εκλογές του Ιουνίου ο «Σουλτάνος» ανακοίνωσε ότι νέος υπουργός Οικονομικών αναλαμβάνει ο γαμπρός του Μπεράτ Αλμπαϊράκ...
Ο ίδιος ο γαμπρός του Τούρκου προέδρου και υπουργός Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, σε μια προσπάθεια να σταματήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της Τουρκίας προς το ΔΝΤ ή προς την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, ανακοίνωσε περικοπές ύψους 35 δισ. λιρών (περίπου 5,6 δισ. δολαρίων) στον δημόσιο τομέα, τόσο μέσω της περιστολής δαπανών όσο και μέσω των αυξημένων εσόδων, προκειμένου να κατευνάσει τις αγορές και να δημιουργήσει συνθήκες στήριξης της τουρκικής λίρας.
Σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις ζημιές, ο Αλμπαϊράκ δήλωσε στην εφημερίδα Hurriyet ότι «από το πρωί της Δευτέρας οι θεσμοί μας θα λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και θα προβούν σε ανακοινώσει προς τις αγορές».