Πάνω από 20 εκατομμύρια νέοι Ευρωπαίοι έχουν εγκαταλείψει την Γηραιά Ήπειρο από το 2007 και μετά.
Η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει μόνον προβλήματα νομισματικά και οικονομικά, στα οποία ήλθε να προστεθεί και ο ιταλικός πονοκέφαλος.
Του Edoardo Campanella*
Δυστυχώς γι’ αυτήν και το μέλλον της, έχει απέναντί της και ένα τεράστιο πρόβλημα διαρροής φαιάς ουσίας. Η Ευρώπη χάνει τα γονιμότερα και πιο ανήσυχα μυαλά της. Η απώλεια αυτή έχει τεράστιο κόστος, από κάθε άποψη. Διότι δεν χάνονται μόνον επενδύσεις που έγιναν σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά εξαφανίζονται και οι μελλοντικές επιδόσεις αυτών των σοβαρών επενδύσεων. Μιλάμε για πολλά δισεκατομμύρια ευρώ που πάνε περίπατο.
Από την αρχή του 21ου αιώνα η καθαρή ετήσια απώλεια για την Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον στους νέους με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι 120.000 άτομα. Πρόκειται δε κυρίως για νέους, οι οποίοι από την μία μεριά είναι φιλόδοξοι και τολμηροί και, από την άλλη, έλκονται από τους υψηλότερους μισθούς, τα πανεπιστήμια παγκόσμιας κλάσης και την αποτελεσματική γραφειοκρατία των ΗΠΑ. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης ύφεσης, από το 2000 έως το 2008, η Ιταλία έχασε περίπου 1,5 εκατομμύρια ειδικευμένους επαγγελματίες, πολλοί από αυτούς με πολύ προηγμένες δεξιότητες.
Η κρίση του ευρώ επιδείνωσε αυτή την αιμορραγία ταλέντων. Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη γνώρισε μία έξοδο επαγγελματιών με υψηλά προσόντα από την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία –τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση– σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών στο εξωτερικό.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών δεν περιορίζεται πλέον κυρίως στις ΗΠΑ. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι μεταναστεύουν επίσης στην Αφρική και στην Νότιο Αμερική. Δεδομένου ότι το σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη είναι κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούμενο από τις εθνικές κυβερνήσεις, το μοτίβο αυτό της μετανάστευσης είναι ιδιαιτέρως καταστροφικό: Από οικονομική άποψη, κάθε ειδικευμένος εργαζόμενος που αποχωρεί από την ήπειρο αντιπροσωπεύει μία σημαντική επένδυση που χάθηκε.
Για να αντιστραφεί η τάση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε το 2011 την πρωτοβουλία της Μπλε Κάρτας, σύμφωνα με το πρότυπο του προγράμματος της Πράσινης Κάρτας των ΗΠΑ που χορηγεί βίζα σε αλλοδαπούς που επιθυμούν να εργαστούν στις ΗΠΑ. Οι Βρυξέλλες ήλπιζαν να προσελκύσουν 20 εκατομμύρια εργαζομένους με υψηλή ειδίκευση, με ιδιαίτερη έμφαση σε μηχανικούς, εταιρικούς στρατηγιστές και εργαζόμενους στην βιοτεχνολογία. Αλλά τα αποτελέσματα ήταν ντροπιαστικά. Το 2012 και το 2013 η Ευρωπαϊκή Ένωση χορήγησε τελικά λιγότερες από 20.000 βίζες, κάτι αμελητέο σε σχέση με την συνεχιζόμενη φυγή από την νότια Ευρώπη.
Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε μία δραματική αλλαγή σε αυτούς τους αριθμούς σύντομα. Έστω και αν η οικονομία της Ευρώπης βελτιώνεται, οι ταλαντούχοι μετανάστες είναι πιθανό ότι θα εξακολουθούν να βρίσκουν άλλες περιοχές τού κόσμου πιο δελεαστικές. Οι κανονιστικοί φραγμοί τής Ευρώπης στην καινοτομία και ο γλωσσικός κατακερματισμός είναι αποτρεπτικοί παράγοντες, όπως είναι η άνοδος σε όλη την ήπειρο των λαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία είναι μερικές φορές ξενοφοβικά.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στα πλεονεκτήματα των παλινοστούντων. Σε μία περίοδο οικονομικής στασιμότητας, η αντιστροφή τής μετανάστευσης θα ήταν πολιτικά πιο εύγευστη για το ευρωπαϊκό κοινό. Θα ήταν επίσης οικονομικά πιο αποδοτική. Κατ’ αρχήν, χάρη στον ισχυρό συναισθηματικό δεσμό τους με την γη τους, οι επαναπατριζόμενοι είναι γενικά πιο αφοσιωμένοι και επίμονοι στην βελτίωση των κοινοτήτων τους. Οι μετανάστες, αντίθετα, τείνουν να αγωνίζονται με την ενσωμάτωσή τους και είναι λιγότερο ενεργοί στον πολιτικό βίο τής εκάστοτε χώρας υποδοχής. Περαιτέρω, στέλνουν συχνά ένα σημαντικό κομμάτι των κερδών τους στις χώρες καταγωγής τους, προκειμένου να βοηθήσουν τις οικογένειές τους.
Οι επαναπατριζόμενοι φτάνουν επίσης στην Ευρώπη με νέο ανθρώπινο, κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο. Χάρη στην επαγγελματική και εκπαιδευτική τους εμπειρία στο εξωτερικό, αυτοί που επιστρέφουν συχνά προωθούν την μεταφορά νέων τεχνολογιών και ενισχύουν τις καρποφόρες πνευματικές ανταλλαγές με το διεθνές εργατικό δυναμικό. Αν έχουν συσσωρεύσει αποταμιεύσεις στο εξωτερικό, οι επαναπατριζόμενοι μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην δημιουργία νέων καινοτόμων επιχειρήσεων, προσαρμόζοντας επιτυχημένα μοντέλα που είδαν κατά την διάρκεια που βρίσκονταν στο εξωτερικό.
Και, σε αντίθεση με τους μετανάστες, οι οποίοι στρατηγικά μετακινούνται σε χώρες όπου η στάση απέναντι στην καινοτομία είναι ήδη θετική, οι επαναπατριζόμενοι τείνουν να έχουν την συναισθηματική αποφασιστικότητα να αναλάβουν το κόστος τής διαταραχής των κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων που χαρακτηρίζονται από μια ισχυρή αντίσταση στην αλλαγή.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να σχεδιάσουν πολιτικές για την προσέλκυση συμπολιτών τους που ζουν σήμερα στο εξωτερικό. Στους επαναπατριζόμενους θα πρέπει να προσφέρονται φορολογικές ελαφρύνσεις, προτιμησιακά κομμάτια εισόδου στην αγορά εργασίας και ειδική πρόσβαση σε πιστώσεις για να λειτουργήσουν μία επιχείρηση. Για να κρατηθεί το κόστος χαμηλά, αυτές οι πολιτικές επανένταξης θα πρέπει να απευθύνονται σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες και ομάδες ικανοτήτων. Μηχανικοί, επιστήμονες και ψηφιακοί επιχειρηματίες κάτω από την ηλικία των 40 ετών θα πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα, διότι είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν νέες επιχειρήσεις και να ενισχύσουν την ανάπτυξη της οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, οι πιο λαμπροί μετανάστες δεν θα πειστούν να επιστρέψουν μόνον με βάση τα οικονομικά κίνητρα. Θα ήθελαν επίσης να αισθάνονται ότι η Ευρώπη τούς προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Αυτό θα απαιτήσει διαρθρωτικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομία: Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να άρουν τα ρυθμιστικά εμπόδια στην καινοτομία, να ανοίξουν τα απομονωμένα πανεπιστήμια στις καινοτόμες μεθόδους έρευνας και διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται στο εξωτερικό και να ενθαρρύνουν τις συνεχείς πνευματικές ανταλλαγές μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Σε γενικές γραμμές, η συντηρητική στάση τής Ευρώπης προς την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Αντί να φοβούνται τον οικονομικό δυναμισμό, οι Ευρωπαίοι πρέπει να τον αγκαλιάσουν.
Η εμπλοκή τής ευρωπαϊκής διασποράς δεν θα είναι απαραιτήτως πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν θα μοιραστούν ομοιόμορφα τα οφέλη των παλινοστούντων. Οι χώρες που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη ανθρώπινου κεφαλαίου θα δυσκολευτούν να δημιουργήσουν ελκυστικό περιβάλλον για τους επαναπατριζόμενους. Πράγματι, αν οι Νοτιοευρωπαίοι επιστρέψουν στην Ευρώπη μάλλον θα προτιμήσουν να μετακινηθούν στις πιο σταθερές χώρες τής βόρειας Ευρώπης.
Δεύτερον, η παλινόστηση αναπόφευκτα θα είναι πηγή κοινωνικών εντάσεων. Εκείνοι που δεν έχουν εγκαταλείψει την χώρα ίσως δυσανασχετήσουν με την προτιμησιακή μεταχείριση που θα προσφέρεται στους επαναπατριζόμενους και θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τα προνόμιά τους.
Για τον λόγο αυτό, θα είναι σημαντικό για τους Ευρωπαίους πολιτικούς να κάνουν επενδύσεις, προκειμένου να αποφευχθεί η διεύρυνση της ανισότητας, όχι μόνον από την άποψη των εσόδων, αλλά και από την άποψη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν προγράμματα δια βίου μάθησης και άλλα προγράμματα κατάρτισης με στόχο την απασχόληση.
Τελικά, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι μόνον οι ριζικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να αντιστρέψουμε το ρεύμα της συνεχιζόμενης διαρροής εγκεφάλων. Δεν θα είναι εύκολο να δελεάσουν τους πιο ταλαντούχους Ευρωπαίους να γυρίσουν πίσω, αλλά η ήπειρος δεν έχει καμμία άλλη επιλογή. Διαφορετικά, ταλαντούχοι άνθρωποι –ανεξάρτητα από τα διαβατήρια που κατέχουν– θα φεύγουν μακριά από την Ευρώπη, σε βάρος τής σημερινής και της μελλοντικής οικονομίας τής ηπείρου.
* Καθηγητής στην Σχολή Διακυβέρνησης Kennedy στο πανεπιστήμιο Harvard