Ο κύβος ερρίφθη. Η κυβέρνηση αποφάσισε πως έως το τέλος της εβδομάδας η πρώτη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές θα είναι γεγονός.
Ακόμη και εάν πρόκειται για μια καθαρά δοκιμαστική έξοδο, στο οικονομικό επιτελείο περιμένουν πως η κίνηση αυτή θα δώσει το έναυσμα για περαιτέρω βελτίωση στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, αλλά και ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της οικονομίας, αναφέρει το ependisinews.
Από το οικονομικό επιτελείο, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν βολιδοσκοπηθεί, εκτός από τις επενδυτικές τράπεζες του εξωτερικού και τα διεθνή funds, τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, καθώς και οι διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων.
Συγκεκριμένα, έχει προταθεί τόσο στις τράπεζες όσο και στα ασφαλιστικά ταμεία η αντικατάσταση του πενταετούς ομολόγου, που εκδόθηκε το 2014, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, και λήγει το 2019, με ένα νέο, επίσης πενταετούς διάρκειας και λήξης το 2022. Οπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, μιλώντας στην «ΕΠΕΝΔΥΣΗ», μια τέτοια κίνηση είναι εφικτή, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα αυξήσει την έκθεσή του σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, απλώς θα παρατείνει την κατοχή τους με ένα συμφέρον επιτόκιο έως το 2022 αντί του 2019. Το ίδιο ισχύει και για τα ασφαλιστικά ταμεία. Συνολικά από τις τράπεζες και τα Ταμεία μπορούν να αντληθούν από 1,5 έως 2 δισ. ευρώ. «Στην περίπτωση που νέοι, ξένοι επενδυτές συμμετάσχουν στην έκδοση με ποσό ύψους 1 δισ. ευρώ ή και παραπάνω, τότε το εγχείρημα θα θεωρείται επιτυχημένο», αναφέρουν πηγές με γνώση των συζητήσεων, οι οποίες εκτιμούν πως ο στόχος είναι να αντληθούν τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ για να καλυφθεί το ομόλογο του 2014, αλλά «και κάτι παραπάνω», ώστε να δοθεί σήμα επιστροφής στην κανονικότητα. Στο αισιόδοξο σενάριο η κυβέρνηση εκτιμά ότι μπορεί να συγκεντρώσει προσφορές έως 4 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο κρίσιμο στοίχημα είναι το επιτόκιο, καθώς για να θεωρηθεί η έκδοση επιτυχημένη, θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από το 4,75%. Μάλιστα, πηγές της αγοράς εκτιμούν πως είναι εφικτό ένα επιτόκιο από 4,3% έως 4,5%.
Στην περίπτωση αυτή το ομόλογο του 2014 θα αντικατασταθεί με το νέο, λήξης 2022.
Η ημερομηνία του ανοίγματος του βιβλίου των προσφορών αναμένεται να είναι οποιαδήποτε ημέρα από την Τρίτη 18 Ιουλίου και μετά, καθώς η κυβέρνηση αναμένει και το θετικό μήνυμα του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s στις 20 Ιουλίου. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η S&P αναμένεται να προχωρήσει στην πιστοληπτική αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου κατά μία βαθμίδα. Οι εισηγήσεις προς την κυβέρνηση προβλέπουν την έξοδο στις αγορές ομολόγων είτε την ίδια ημέρα (20 Ιουλίου) είτε την Παρασκευή 21 Ιουλίου. Ωστόσο, υπάρχουν και εισηγήσεις για το άνοιγμα του βιβλίου κατά μία ή δύο ημέρες νωρίτερα, καθώς, όπως επισημαίνουν, «συνήθως οι οίκοι αξιολόγησης ενημερώνουν την κυβέρνηση μία ή δύο ημέρες νωρίτερα για την κίνηση αναβάθμισης (ή υποβάθμισης) στην οποία πρόκειται να προχωρήσουν. Η αγορά εκτιμά πως η αναβάθμιση της S&P δεν θα είναι μεγαλύτερη από μία βαθμίδα (από Β- σήμερα σε Β), ωστόσο αναφέρουν πως μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά το επενδυτικό κλίμα.
Ηδη, πάντως, τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα ήρθαν από την έκδοση των εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου την περασμένη Τρίτη, όπου το επιτόκιο μειώθηκε σημαντικά, ενώ υπήρξε και αυξημένο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα, το ελληνικό Δημόσιο άντλησε 812,5 εκατ. ευρώ από έντοκα γραμμάτια διάρκειας 13 εβδομάδων, με μειωμένο επιτόκιο 2,33% έναντι 2,7% στην προηγούμενη αντίστοιχη έκδοση. Μάλιστα, έντονο ήταν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για την αγορά ελληνικών τίτλων, καθώς η συμμετοχή τους στη δημοπρασία διαμορφώθηκε στο 59%. Παράλληλα καταγράφεται αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων με εκείνο του 2ετούς να υποχωρεί στο 3,63% και του 10ετούς στο 5,37%.
«Στις διεθνείς αγορές υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον και η έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου τώρα μπορεί εύκολα να προσελκύσει αγοραστές», εκτιμούν τραπεζικές πηγές. Αλλά και αξιωματούχοι των θεσμών υποστηρίζουν πως «μία έκδοση διάρκειας πενταετίας αυτήν τη στιγμή είναι πολύ ελκυστική για τους επενδυτές». Ο ίδιοι αξιωματούχοι αναφέρουν πως «ένα επιτόκιο λίγο κάτω από το 5% (κοντά στο 4,5%-4,7%) θεωρείται απολύτως ασφαλές, αφού η Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια έχει πολύ χαμηλές δανειακές υποχρεώσεις και πολύ χαμηλές πληρωμές δανείων». Ο στόχος τώρα είναι, συμπληρώνουν, «να μη γίνει μία έξοδος απλώς για τις εντυπώσεις, αλλά η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές να έχει διάρκεια και να θεωρηθεί διατηρήσιμη». Για τον λόγο αυτό θεωρούν ιδιαίτερα κρίσιμη τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% έως το 2022 και όχι κάτω από το 2% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με την προώθηση των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.