Αν και η σύνθετη πραγματικότητα, σύγχρονη και μελλοντική, για να είναι διαχειρίσιμη προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών υποκειμένων τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό (κοινωνία πολιτών, πολιτικό σύστημα) και ευρύτερα κυβερνητικό επίπεδο, οι σύγχρονες κοινωνίες και οι θεσμοί τους δεν συμβάλλουν στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την διαμόρφωση τους.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Στο ατομικό πεδίο η πολιτική λειτουργία δεν είναι προϊόν ολοκληρωμένης ενημέρωσης και νοητικής επεξεργασίας και ανάλυσης της πραγματικότητας, αλλά αποτέλεσμα επιφανειακής προσέγγισης των εξιδανικευτικών μηνυμάτων για το μέλλον, τα οποία εκπέμπουν κόμματα και πολιτικό προσωπικό με έντονη διαφημιστική λογική.
Πολιτικά λειτουργεί ο πολίτης με οπτική καταναλωτή και όχι ως συμμετέχων στην διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος με σημείο προσανατολισμού το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον.
Στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες, οι οποίες μετασχηματίζονται διαρκώς και με μεγάλη ταχύτητα, δεν είναι καθόλου εύκολη η διαχείριση της πραγματικότητας, όταν δεν βασίζεται στην γνώση και κατανόηση όλων των διαστάσεων της δυναμικής της εξέλιξης.
Γι΄ αυτό δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση ταυτότητας πολιτικού υποκειμένου στο ατομικό επίπεδο. Πολύ πιο εύκολη είναι η ανάπτυξη της καταναλωτικής οπτικής και στην ατομική πολιτική λειτουργία.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και στο συλλογικό πεδίο, στο πλαίσιο του οποίου ο διαθέσιμος χρόνος για την πολιτική ενεργοποίηση των πολιτών είναι ανεπαρκής, διότι διεκπεραιώνουν πολλούς κοινωνικούς ρόλους.
Γι΄ αυτό και η κοινωνία πολιτών δεν μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στον ρόλο του εκφραστή του κοινωνικού συμφέροντος, ούτε και να αποτελέσει χώρο ευδοκίμησης του δημόσιου πολιτικού λόγου και διαλόγου, ώστε οι πολίτες ενσυνειδήτως και με γνώση της πραγματικότητας να δραστηριοποιούνται πολιτικά.
Η πολυδιάστατη, σύνθετη και με μεγάλη ταχύτητα μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα σε συνδυασμό με την αδυναμία συνολικής προσέγγισης και ανάλυσης των διαστάσεων της δυναμικής της εξέλιξης, λόγω έλλειψης ενός διεπιστημονικού μεθοδολογικού εργαλείου στο επίπεδο του μεμονωμένου πολίτη, δημιουργούν δύσκολα διαχειρίσιμα εμπόδια στην λειτουργία του στο πλαίσιο των δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θεωρητικά προσεγγίζουν και εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον.
Εξάλλου η δραστηριοποίηση των δομών της κοινωνίας πολιτών πρέπει να κινείται σε υπερεθνικό επίπεδο πλέον, ώστε να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας και να είναι εφικτή η δρομολόγηση γενικευμένου διαλόγου στο πλανητικό πεδίο (π.χ. για την κλιματική αλλαγή, την μείωση των αποθεμάτων πόσιμου ύδατος, την ρύπανση του περιβάλλοντος, την ισορροπημένη ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο κ.λ.π.), ο οποίος θα είναι αποτελεσματικός και θα λαμβάνεται υπόψη από το πολιτικό σύστημα.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται, ως ένα βαθμό, οι προϋποθέσεις για την πρόσδωση ουσιαστικού περιεχομένου στην πολιτική επικοινωνία και την αποστασιοποίηση από την λογική της διαφημιστικού τύπου διοχέτευσης πολιτικών μηνυμάτων, ενώ ταυτοχρόνως αποκαθίστανται λειτουργικές συνθήκες για την διαμόρφωση και δραστηριοποίηση πολιτικών υποκειμένων τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο.
Η εμπειρική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας δείχνει, ότι το πολιτικό σύστημα (είτε στην κυβερνητική είτε στην αντιπολιτευτική του εκδοχή) πρέπει άμεσα να επανεξετάσει τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές.
Είναι λυπηρό, ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος να διαπερνάται από το δίλημμα, εάν η υπόθεση NOVARTIS είναι σκάνδαλο ή παραδικαστικό κύκλωμα, αντί να κατατίθενται από το σύνολο των κομμάτων ολοκληρωμένες και ρεαλιστικές προτάσεις για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της διαφθοράς, η οποία πλέον έχει μετατραπεί σε δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας.
Οι συνθήκες είναι ώριμες για την απαραίτητη πολιτική επανεκκίνηση. Αντί η σκανδαλολογία να υποκαθιστά την πολιτική, καλό θα είναι να αποκτήσει σύγχρονο και ουσιαστικό περιεχόμενο ο πολιτικός λόγος.
Μέχρι τώρα καταγράφεται απουσία στρατηγικής και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού της πορείας της ελληνικής κοινωνίας τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και γενικότερα στο υπερεθνικό πεδίο. Είναι πολύ εμφανές, ότι η πορεία της χώρας στο πλαίσιο της δυναμικής της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο δεν είναι σχεδιάσιμη, διότι το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει τους αναγκαίους μηχανισμούς για αυτό το έργο.
Από την ανάλυση του εκφερόμενου πολιτικού λόγου και την πρακτική των κυβερνήσεων τεκμαίρεται, ότι ο σχεδιασμός δεν στηρίζεται στην πολυδιάστατη και διεπιστημονική ανάλυση της πραγματικότητας στην δυναμική προβολή της στο μέλλον.
Γι΄ αυτό κυριαρχεί η λογική της εξιδανικευτικής παρουσίασης των προθέσεων και των «προτάσεων» για τις συνθήκες, που θα διαμορφωθούν σε βάθος χρόνου.
Αυτή η οπτική βέβαια παραπέμπει στην έντονη ηθικολογία, που χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο και την αντιπαράθεση στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των κομμάτων, η οποία στοχεύει στην υποβάθμιση της αξιοπιστίας των αντιπάλων και της ηθικής τους ακεραιότητας.
Όσο προχωρούν όμως οι κοινωνίες προς το μέλλον και αυξάνεται η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, ενώ η ταχύτητα της εξέλιξης μεγαλώνει, ο βαθμός διακινδύνευσης των κοινωνιών θα παίρνει μη ελεγχόμενες διαστάσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την βιωσιμότητα τους και την ειρήνη.
Αυτή η προοπτική πρέπει να συρρικνωθεί και να μην απειλεί την πορεία των κοινωνιών σε βάθος χρόνου. Το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου επιβάλλεται να αποκτήσει λειτουργικό, ουσιαστικό και σύγχρονο φορτίο με την αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και προσανατολισμό το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον.
Μόνο τότε, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, θα λειτουργούν πολιτικά υποκείμενα, που μπορούν να αναλάβουν και να διεκπεραιώσουν τις ευθύνες, που τους αναλογούν ανάλογα με το πεδίο δραστηριοποίησης τους.