Με αερολογίες, δήθεν οράματα και φαντασιώσεις χωρίς αντίκρυσμα, η χώρα θα εξαρτάται από κάποιους Σώρρες…
Του Τάσου Γιαννίτση {*}
Σήμερα, η Ελλάδα ασφυκτιά σε τρία μεγάλα μέτωπα: στο οικονομικό, στο πολιτικό, αλλά και στο αξιακό-πολιτισμικό. Μετά από εννέα χρόνια κρίσης εξακολουθεί να ισχύει ένα συμπέρασμα: Οσα δοκιμάσαμε, δεν μας έχουν βγει. Για να είμαι πιο σωστός, μερικά βγήκαν αλλά λειψά, με τεράστια και άσκοπη σπατάλη χρόνου, αλλά και κοινωνικού κόστους. Όμως, η χώρα και η κοινωνία χάνουν συνεχώς, και τα πιο αδύναμα τμήματά της ακόμα περισσότερο.
Η φτώχεια μπορεί στατιστικά να ελέγχεται, αλλά χιλιάδες νοικοκυριά είναι στον πάτο της φτώχειας. Αυτά προκαλούν τον κατακερματισμό της κοινωνίας και αυτός προκαλεί την αδυναμία αναγκαίων κοινωνικών συγκλίσεων.
Η κατάρρευση από οικονομική, έγινε κοινωνική, έγινε πολιτική, μετατοπίστηκε στο πεδίο των αξιών, τσάκισε τους κώδικες ηθικής και, αναπόφευκτα, επεκτείνεται επικίνδυνα και στα σκοτεινά πεδία της εγκληματικότητας. Γι αυτό, αν είναι να μιλήσουμε για μεγάλες προτεραιότητες δεν μπορούμε να δούμε μόνο τις οικονομικές ή κοινωνικές, αλλά και τις πολιτικές και αξιακές.
Από την κρίση μάθαμε τις δημοσιονομικές, τις χρηματιστηριακές και άλλες φούσκες. Δεν καταλάβαμε όμως ότι το πολιτικό σύστημα καλλιέργησε και πολύ πιο καταστροφικές φούσκες, με την διάχυση κυμάτων εξωπραγματικών προσδοκιών και ελπίδων, που οδήγησαν την κοινωνία να πιστεύει ότι μπορεί να φτάσει ανέξοδα στον χαμένο Παράδεισο της προ-κρίσης εποχής. Λόγια, δήθεν οράματα και φαντασιώσεις χωρίς αντίκρυσμα. Ας φωνάξουμε και τους Σώρρες να μας πουν κι άλλα. Ψάχνοντας κάτι που δεν θα βρισκόταν πουθενά, παγιδευτήκαμε στο τέλμα. Ο επόμενος παράδεισος, όταν τον βρούμε, θα είναι θεμελιακά διαφορετικός.
Για να τον συναντήσουμε, πρέπει πρώτα να αλλάξουν πολλά: αντιλήψεις, επιδιώξεις, ατομικές και συλλογικές, ισορροπίες, πολιτικές, εργαλεία. Είτε η σοσιαλδημοκρατική, η σοσιαλιστική, η πούρα ή η όποια Αριστερά, -αλλά και κάθε ιδεολογικός χώρος- πρέπει να δει πώς απαντά σήμερα στα ετερόκλητα αλλά αλληλένδετα προβλήματα της κρίσης, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, της ανταγωνιστικότητας, της ανεργίας και της φτώχειας, της διαφθοράς, της ανικανότητας του Κράτους, της σύγχρονης ανάπτυξης, των τεχνολογικών εξελίξεων, των ακραίων ιδεολογιών και της οικονομικής και διαγενεακής ανισότητας. Πώς τα απαντά με σημερινούς όρους και όχι με τα σημερινά κλισέ.
Για να το πω διαφορετικά: πριν αρχίσει κανείς με τις όποιες αναφορές σε προτεραιότητες, μέτρα και πολιτικές πρέπει να έχει στήσει ένα νέο στέρεο ιδεολογικό υπόβαθρο για το πώς βλέπει ως πολιτική δύναμη τα προβλήματά μας και πού θέλει να φτάσουμε. Μια γραμμική αντίληψη για την εξέλιξη της πολιτικής, μια νεκρανάσταση πεθαμένων πολιτικών συλλήψεων ή ανιστόρητες πολιτικές χωρίς συνολική κατανόηση των πολύπλοκων και δύσκολων σχέσεων που δημιούργησε η κρίση, οδηγούν σε αδιέξοδο.
Μάθαμε, πως όταν αρνείται κανείς να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο, τα ταμπού αποκαθηλώνονται με βία και η προσαρμογή παίρνει τη μορφή του εξαναγκασμού σε κάτι που φάνταζε ως εφιάλτης: την επέλευση εξαιρετικά σκληρών ανατροπών, που ήσαν αδιανόητες λίγα χρόνια πριν. Π
αρ’ όλα αυτά, είμαστε η μόνη χώρα της ευρωπαϊκής Περιφέρειας, που είτε για λόγους αδύναμης συλλογικής ευφυίας, είτε λόγω οργανωμένων πιέσεων, αποτύχαμε να διαμορφώσουμε και να διαχειριστούμε ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές πολιτικές για τα μεγάλα μας θέματα. Ωστόσο, η ιδεολογία δεν αρκεί. Χρειάζεται και ικανότητα υλοποίησης. Στην ιστορία έχουμε αναρίθμητες περιπτώσεις πολιτικής ανικανότητας σε όλο το ιδεολογικό φάσμα.
Όλα τα προβλήματα που έχουμε είναι μια αλυσίδα. Κανένα δεν αντιμετωπίζεται μόνο του, αν δεν προχωρήσουν παράλληλα και πολλά άλλα. Απαιτείται γι αυτό μια κρίσιμη μάζα πολιτικής, και όχι ασύντακτα, πρόσκαιρα, επικοινωνιακά μικρά βήματα, που παράγουν διαδοχικά μηδενικά αποτελέσματα.
Αλλού με συγκρούσεις, αλλού με αμοιβαίες παραχωρήσεις, ρεαλισμό, αλλά και συναισθηματική νοημοσύνη, αλλού με σύνθεση απόψεων, γνώση του κόσμου, της ιστορίας και σεβασμό των διαφορετικών καταστάσεων. Αυτά αποτελούν αλλαγή υποδείγματος για το πώς ασκείται η πολιτική στη χώρα.
Ένα μεγάλο μας πρόβλημα είναι το χρέος. Αυτό που τελικά αφάνισε το έθνος. Χρωστάμε περίπου 325 δισεκ. ευρώ στους δανειστές μας και υπάρχει αδυναμία πληρωμής άλλων 225 δισεκ. ευρώ στο εσωτερικό της χώρας (κόκκινα δάνεια, οφειλές φόρων προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τη ΔΕΗ που παραπαίει).
Στην περίοδο της κρίσης οι θυσίες τόσων εκατομμυρίων κόσμου έγιναν μόνο και μόνο για να καλυφθούν τα νέα και τα θηριώδη κληρονομημένα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα: 62 δισεκ. ευρώ για την περίοδο 2009-2016, χωρίς τις πληρωμές τόκων, από τα οποία 24 δισεκ. ευρώ για το 2009.
Από τα δισεκατομμύρια των πρόσθετων φόρων και των περικοπών δημοσίων δαπανών αυτών των ετών δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε ένα ευρώ για να αποπληρωθεί ή να εξυπηρετηθεί το ξορκισμένο χρέος. Ό,τι χρειαζόμασταν, ερχόταν με νέα δανεικά.
Σήμερα, η έξοδος στις αγορές έχει γίνει εθνικός στόχος. Προφανώς, όταν φτάσουμε σε μια πραγματική τέτοια έξοδο, θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την ομαλοποίηση. Όμως, έξοδος στις αγορές θα σημαίνει επίσης σταδιακή αντικατάσταση του σημερινού δανεισμού από δημόσιους φορείς με φτηνό επιτόκιο από δάνεια στις διεθνείς αγορές με υπερδιπλάσιο επιτόκιο.
Οσο αυτό θα προχωράει, τόσο θα αυξάνει το βάρος της εξυπηρέτησης και θα επιβαρύνεται η βιωσιμότητα του χρέους. Στις δεσμεύσεις της χώρας προς τους επίσημους δανειστές θα προστίθενται και οι δεσμεύσεις που θα απαιτούν οι αγορές. Δεν είναι εύκολο να προχωρήσουμε έτσι.
Οι δανειστές πρέπει να στηρίξουν λύσεις στο πρόβλημα του χρέους της χώρας γιατί το χρέος, εκτός από δικό μας, είναι και δικό τους λάθος. Η όποια ελάφρυνση θα είναι ελάφρυνση. Το βάρος παραμένει μεγάλο. Επίσης, να ξέρουμε: η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθός του. Εξαρτάται και από τους ρυθμούς μεγέθυνσης που εμείς θα πετύχουμε να δημιουργήσουμε. Ο μοχλός επίλυσης των προβλημάτων μας περνάει από τα χέρια μας.
Η αντιμετώπιση του χρέους από τους δανειστές είναι ένα θέμα, το τι κάνουμε εμείς, άλλο. Οι απαντήσεις που θα δώσουμε στα προβλήματά μας είναι που θα καθορίσουν στα επόμενα χρόνια την εσωτερική δομή της κοινωνίας μας και τη θέση και το μέλλον μας στο γεωπολιτικό μας περιβάλλον στα Βαλκάνια, στην ανατολική Μεσόγειο και βέβαια στην αυριανή Ευρώπη, που ετοιμάζεται να αλλάξει αρχιτεκτονική.
Η απάντηση είναι μία: Χρειαζόμαστε την απόλυτη πολιτική παραδοχή ότι ο στόχος της ανάπτυξης θα είναι ύψιστη προτεραιότητα. Το παραμικρό δεκαδικό ανάπτυξης σημαίνει ότι μερικές χιλιάδες νοικοκυριά θα βελτιώσουν τη θέση τους, θα βρεθούν πιο κοντά στην ελπίδα και την αξιοπρέπεια. Και το αντίστροφο.
Η προτεραιότητα της ανάπτυξης δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν αξιοποιηθούν στην πράξη τα εργαλεία πολιτικής που μπορούν πράγματι να οδηγήσουν στο στόχο. Είναι κωμικό να λέμε πόσο λατρεύουμε την ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα να αρνούμαστε να αλλάξουμε καταστάσεις που την μπλοκάρουν, να αρνούμαστε πολιτικές που οδηγούν σε αυτήν, πόσο μάλλον να επιλέγουμε πολιτικές που την αντιστρατεύονται.
Είναι κωμικό να μιλάμε για ανάπτυξη και επενδύσεις ή για καταπολέμηση των ανισοτήτων και της ανεργίας, όταν στη χώρα μας κυριαρχούν μαζί η υπερ-φορολόγηση και η υπερ-φοροδιαφυγή, μια εκτεταμένη διαφθορά στις συναλλαγές με το δημόσιο σύστημα, το οποίο λειτουργεί ως οδοστρωτήρας κάθε ανάπτυξης –οικονομικής και κοινωνικής.
Σύντομα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με νέα κύματα τεχνολογικών εξελίξεων που θα δημιουργήσουν νέες ιεραρχίες μεταξύ και στο εσωτερικό χωρών: Η τεχνητή ευφυία, η ρομποτική, οι ενεργειακές ή άλλες τεχνολογίες. Πώς θα διασφαλίσουμε τη συμμετοχή μας στην παγκόσμια απασχόληση;
Μέσα από εκατοντάδες καφενομάγαζα, φαστφουντάδικα και τσαντήρια φοροδιαφυγής που κλείνουν ανά οκτάμηνο ή με τη δημιουργία σταθερών, δυναμικών, οργανωμένων και ισχυρών παραγωγικών μονάδων;
Θέλουμε την καταπολέμηση της εκτεταμένης μαύρης εργασίας και της παραοικονομίας, δηλ της εκμετάλλευσης της εργασίας. Για καιρό όμως, -και σήμερα- οι πολιτικές μας στήριξαν δραστηριότητες που ανήκουν κατ’ εξοχήν στο περιθώριο της σύγχρονης οικονομίας και των οποίων η βιωσιμότητα καθορίζεται απόλυτα από την εκμετάλλευση ευάλωτων μορφών απασχόλησης. Ας ξέρουμε τι επιλέγουμε.
Για να πετύχουμε ανάπτυξη, απασχόληση, εισόδημα, ο,τιδήποτε, θεωρώ, ότι πρέπει να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις σε μια πολιτική που θα διασυνδέσει τις μακροοικονομικές πολιτικές με τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη και στον περιορισμό των ανισοτήτων που είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Χωρίς ένα νέο κύκλο ανάπτυξης, χωρίς σοβαρές αλλαγές στην παραγωγική βάση της χώρας και την ενίσχυση των παραγόντων-κλειδιά της σύγχρονης ανάπτυξης, η οικονομία μας θα αντιμετωπίζει εγγενείς φραγμούς τόσο στο διαρθρωτικό πεδίο, όσο και στις μακρο-ισορροπίες της.
Η Ελλάδα λόγω της ασύμμετρης εξειδίκευσής της σε προϊόντα και υπηρεσίες, που χαρακτηρίζονται από απλή ή σχετικά χαμηλή τεχνολογία εγκλωβίζει το ανθρώπινο δυναμικό της σε χαμηλές αμοιβές, σε ευάλωτες εργασιακές σχέσεις και στην επιλογή της μετανάστευσης. Επιβάλλεται επιτακτικά να ξεφύγουμε από τον άτεγκτο ανταγωνισμό κόστους εργασίας και να περάσουμε σε διαφορετικό επίπεδο παραγωγικής ανθεκτικότητας και επιδόσεων. Αυτό δεν είναι διόλου απλό.
Με αυτά τα δεδομένα, αυτό που προβάλλει επιτακτικά, είναι η επιλογή μιας ‘βιομηχανικής πολιτικής’ για την ισχυροποίηση της πραγματικής οικονομίας συνολικότερα.
Στη διαδικασία αυτή εντάσσεται η ανάγκη “μεταρρυθμίσεων” για την προσαρμογή της χώρας στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απελπιστικά αναγκαίες. Αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι ούτε οι νεοσυντηρητικές ιδεοληψίες, ούτε τα τοτέμ της ιστορίας. Το σύστημα υγείας μας παραπαίει. Στα σκουπίδια είμαστε ευρωπαϊκό πρότυπο καθυστέρησης. Επιπλέον, μεταρρυθμίσεις δεν είναι μόνο κάποιες μεγαλόπνοες μεταβολές.
Είναι και να κάνεις να λειτουργούν οι θεσμοί που υπάρχουν, να λειτουργεί το Κράτος Δικαίου, να μην ανατρέπεις κάθε κάποιους μήνες ισχύοντες κανόνες για χάρη επιδιώξεων άσχετων με το συλλογικό συμφέρον, να μην ψηφίζει η Βουλή απίστευτες διατάξεις, να μην ακυρώνονται οι κυρώσεις των επίορκων, να ρυθμίζονται έγκαιρα και με υπεύθυνο και σταθερό τρόπο ζητήματα που αφορούν την ζωή και την ύπαρξη εκατομμυρίων πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις και το κόστος τους είναι το μεγάλο τίμημα που σήμερα πρέπει να καταβληθεί για όσα λάθη, αδράνειες και αρνητισμούς υπήρξαν σε βάθος χρόνου, που συσσώρευσαν όγκους προβλημάτων.
Όταν μιλάμε για ανάπτυξη έχουμε κατά νου την εργασία, τις επενδύσεις, την τεχνολογική και καινοτομική ικανότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα, τις πρώτες ύλες. Η συνάρτηση της ανάπτυξης έχει όμως και άλλους, ακόμα πιο κρίσιμους, παράγοντες, και μάλιστα σε πολλαπλούς συνδυασμούς, που δίνουν πολύ διαφορετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα σε κάθε χώρα.
Να αναφέρω επιλεκτικά: την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και των επενδυτών στην πολιτική, τη σταθερότητα των πολιτικών, τη διάχυση της τρομοκρατίας και της βίας, την ασύλληπτη πολιτική συγκάλυψη μιας εκτεταμένης φοροδιαφυγής, κοινωνικά στοιχεία, όπως το τρίγωνο ‘μισαλλοδοξία-διαφθορά-ανικανότητα’, το αξιακό σύστημα, τη διχαστική εμμονή, την εξάπλωση πρακτικών του υποκόσμου.
Η παρουσία όλων αυτών ακυρώνει τις επενδύσεις. Τι κάνουμε εδώ;
Διαπιστώνουμε μια εντεινόμενη απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και άλλων χωρών, οι οποίες στην ίδια περίοδο προχώρησαν μπροστά, σε μια περίοδο που η Ελλάδα πάει πίσω. Η θέση της Ελλάδας σε όρους σύγκλισης με τις χώρες της Ε.Ε.-15 έχει οπισθοχωρήσει σε επίπεδα πριν το 1970 -οπισθοδρομήσαμε κατά 46 χρόνια. Στο διεθνές σκηνικό η απόκλιση της χώρας από όσους προχωρούν δεν είναι κάποιος αδιάφορος αριθμός.
Εχει επικίνδυνες προεκτάσεις για τους βαθμούς ελευθερίας της εξωτερικής μας πολιτικής και τα εθνικά μας συμφέροντα στην περιοχή, αλλά και μας απομακρύνει από εξελίξεις που σχετίζονται με κάθε παράγοντα-κλειδί της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και εξέλιξης.
Ο κόσμος εξελίσσεται, μετασχηματίζεται, κι εμείς μένουμε πίσω να αγναντεύουμε τις αποτυχίες μας και τον εσμό επιθέσεων που σκοτώνουν ανθρώπους: το συνειδητό κάψιμο τριών εργαζόμενων κάποια χρόνια πριν, την οργανωμένη δολοφονία σε ένα συμπαθέστατο ράπερ επειδή σε κάποιους δεν άρεσαν οι απόψεις του, τη συνειδητή δολοφονική επίθεση σε έναν πρώην πρωθυπουργό πρόσφατα, για την πολιτική συμβολή του οποίου σε μια περίοδο κατάρρευσης των πάντων θα περίμενα να ακούσω κάτι περισσότερο από το τίποτα. Ιερά Εξέταση, Κου-Κλουξ-Κλαν και Ναζί έκαιγαν βιβλία.
Στη σημερινή Ελλάδα καθαρίζουμε ανθρώπινες ζωές στο όνομα της δημοκρατίας μας. Οι υπνοβάτες προχωρούν.
Τέλος, η όποια πρωτοβουλία ανασύνθεσης της πολιτικής πρέπει να έχει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της τους νέους ανθρώπους, που πληρώνουν με επώδυνο τρόπο το τίμημα των δικών μας άπληστων και ανεύθυνων επιλογών. Οι νέοι σήμερα έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης στην ίδια τους τη χώρα. Ετσι φεύγουν κατά δεκάδες χιλιάδες.
Με ηθικά επιχειρήματα περί χώρας και πατριωτισμού τους καλούμε να επωμιστούν τα απίστευτα φορολογικά, εισοδηματικά και ασφαλιστικά βάρη που δημιουργήσαμε, προβάλλοντας ως πλεονέκτημα τη σύνταξη της γιαγιάς. Εμείς οι ίδιοι, βέβαια, ως εθνική συλλογικότητα, δεν δείξαμε καμιά ηθική αναστολή όταν κάναμε τόσα για να φτάσουμε στη σημερινή πραγματικότητα.
Αναρίθμητες φορές δοξάσαμε τους νέους, αλλά από την πολλή δόξα σβήσαμε το μέλλον τους.
{*} Μερικη διασκευη της παρεμβασης του πρωην υπουργου στο Συνεδριο της ΔΗΣΥ