Αντιμέτωποι με κρυφό «ψαλίδι» στις συντάξεις τους θα έρθουν δημόσιοι υπάλληλοι μέσω της κατάργησης από 1/1/2017 των προσωπικών διαφορών που παίρνουν στους μισθούς τους.
Όπως αναφέρει ο «Ελεύθερος Τύπος» με διάταξη που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπεται ότι από 1/1/2017 τα ποσά που εξακολουθούν να εισπράττουν ως προσωπική διαφορά μεταξύ παλαιών και νέων αποδοχών οι εν ενεργεία υπάλληλοι του Δημοσίου, καθώς και οι στρατιωτικοί, δικαστές, καθηγητές, γιατροί του ΕΣΥ και στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας που ανήκουν στα ειδικά μισθολόγια δεν θα συνυπολογίζονται στις συντάξιμες αποδοχές τους.
Η διάταξη αυτή ανοίγει παράθυρο και για μειώσεις μισθών στο Δημόσιο, μέσω οριστικής κατάργησης στο μέλλον αυτών των προσωπικών διαφορών, καθώς η σύνταξη θα υπολογίζεται πλέον μόνο με το μέσο όρο των τακτικών τους αποδοχών χωρίς να υπολογίζονται οι προσωπικές διαφορές.
Η αλλαγή αυτή ισχύει αναδρομικά από 1/1/2017 και σημαίνει ότι όσοι αποχωρούν από 1/1/2017 και μετά θα πάρουν σύνταξη υπολογισμένη όχι στο σύνολο των αποδοχών αλλά μόνο για αυτές που πλήρωναν εισφορά. Η προσωπική διαφορά του μισθού δεν υπόκειται από 1/1/2017 σε εισφορές και δεν «θα μετράει» στον υπολογισμό της σύνταξης.
Την ίδια όμως στιγμή, υπάρχουν και «κρυφά» δωράκια σε ημετέρους και μη, καθώς στο ίδιο νομοσχέδιο θεσπίζεται ότι ακόμη και όσοι πήραν επίδομα θέσης με… απόφαση υπουργού και χωρίς υπηρεσιακό συμβούλιο θα τύχουν καλύτερης σύνταξης, καθώς το επίδομα αυτό θα συνυπολογίζεται στις συντάξιμες αποδοχές τους, χωρίς να έχουν διετία στη θέση ευθύνης που τους ανατέθηκε όπως προβλέπει το Π.Δ. 169 του 2007!
Στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι «από 1/1/2017 οι αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές για όσους υπηρετούν ή προσλαμβάνονται στο Δημόσιο και αμείβονται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017 είναι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές της παραγράφου 10 του άρθρου 153, του ν. 4472, με εξαίρεση την προσωπική διαφορά του άρθρου 155 του ν. 4472/2017».
Τα ποσά των προσωπικών διαφορών κυμαίνονται μεταξύ 100 και 400 ευρώ. Ενας υπάλληλος δηλαδή που έπαιρνε 1.700 ευρώ και πέφτει στα 1.400 ευρώ με το νέο μισθολόγιο εξακολουθεί να εισπράττει και τα 300 ευρώ ως προσωπική διαφορά αλλά με τη διάταξη που μπήκε στο νομοσχέδιο τα 300 ευρώ ή 400 ευρώ κατά περίπτωση δεν θα μετρούν στον υπολογισμό της σύνταξης.
Η μείωση των συντάξεων για όσους αποχωρούν από το Δημόσιο από 1/1/2017 είναι δεδομένη και θα είναι εμφανέστερη όσο πιο αργά αποχωρήσουν από την εργασία, γιατί στο μέσο όρο των συντάξιμων αποδοχών δεν θα υπολογίζονται οι προσωπικές διαφορές για το διάστημα ασφάλισης από 1/1/2017 και μετά. Με τον τρόπο αυτό ένας υπάλληλος που έχει τακτικές αποδοχές 1.500 ευρώ και άλλα 400 ευρώ προσωπική διαφορά (σύνολο 1.900 ευρώ) θα πάρει σύνταξη για το διάστημα από 1/1/2017 με αποδοχές 1.500 και όχι 1.900 ευρώ. Το ψαλίδι αυτό σημαίνει πρόσθετη απώλεια από 20 έως και 50 ευρώ στην τελική σύνταξη.
Το Δημόσιο με τη διάταξη αυτή γλιτώνει ασφαλιστική δαπάνη, αλλά στην πρώτη δυσκολία είναι πιο εύκολο πλέον να απαλλαγεί πλήρως από το κόστος καταβολής των προσωπικών διαφορών στις αποδοχές του Δημοσίου και των ειδικών μισθολογίων. Για παράδειγμα, σε κάθε 100 ευρώ προσωπικής διαφοράς το Δημόσιο γλιτώνει εισφορά 10 ευρώ το μήνα για το 2017, 13,3 ευρώ το 2018, 17 ευρώ το 2019 και από το 2020 η εξοικονόμηση είναι 20 ευρώ το μήνα από την εργοδοτική εισφορά που δεν υποχρεούται να καταβάλει στα ποσά των προσωπικών διαφορών.
Αυτή η εξοικονόμηση μπορεί ανά πάσα στιγμή πλέον να πολλαπλασιαστεί καθώς -με βάση το προηγούμενο των συντάξεων- δεν είναι απίθανος ο κόφτης κατά 18%, 20% και στις προσωπικές διαφορές των μισθών ή και ολοσχερώς, ιδίως εφόσον ζητηθεί από τους δανειστές για να μειωθούν οι δαπάνες του Δημοσίου.
Παγίδες στο «πέναλτι» 30% για πρόωρη σύνταξη
Αλλάζει το «πέναλτι» στις πρόωρες συντάξεις και όσοι συνταξιοδοτούνται με όρια ηλικίας για μειωμένη σύνταξη από το Δημόσιο θα έχουν πλέον ποινή μείωσης της σύνταξης που δεν θα υπερβαίνει το 30%. Στην πράξη μια γυναίκα υπάλληλος που θα αποχωρήσει με καθεστώς μειωμένης στα 60, ενώ το όριο για πλήρη την πηγαίνει στα 67, θα έχει μείωση σύνταξης 6% για κάθε έτος που υπολείπεται των 67 αλλά με όριο τα 5 έτη και πλαφόν μείωσης το 30% (6%Χ5=30%). Αν δεν έμπαινε το πλαφόν, θα είχε ποινή 7 ετών, δηλαδή θα είχε μείωση σύνταξης 42% (6%Χ7=42%).
Με τον τρόπο που γράφτηκε όμως η διάταξη ανοίγει μια μεγάλη παγίδα, καθώς η ποινή θα πιάνει και την εθνική αλλά και την ανταποδοτική σύνταξη, δηλαδή θα μπαίνει στο σύνολο της σύνταξης. Και αυτό γιατί το «πέναλτι» 30% στις πρόωρες του Δημοσίου συμπληρώνει το Π.Δ. 169 του 2007 που αναφέρεται στο σύνολο σύνταξης, ενώ θα έπρεπε να γίνει και παραπομπή στο νόμο 4387/2016 που αναφέρεται σε εθνική και ανταποδοτική σύνταξη.
Αν δεν αναδιατυπωθεί η διάταξη, τότε ένας ασφαλισμένος που αποχωρεί για σύνταξη με 30 χρόνια και με μειωμένο όριο ηλικίας κατά 5 έτη θα λάβει τα 384 ευρώ της εθνικής σύνταξης και άλλα 500 ευρώ από την ανταποδοτική, δηλαδή 884 ευρώ, αλλά θα έχει μείωση 30% στο σύνολο της σύνταξης και θα πάρει 619 ευρώ.
«Δωράκια» σε όσους παίρνουν επιδόματα θέσης 290 έως 900 ευρώ
Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν και «δωράκια». Οσοι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πήραν επίδομα θέσης από 290 έως 900 ευρώ, χωρίς να έχουν κριθεί από υπηρεσιακά συμβούλια και χωρίς να έχουν κλείσει διετία σε θέση ευθύνης, θα έχουν ένα μικρό μπόνους στη σύνταξη. Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι το «επίδομα θέσης περιλαμβάνεται στις συντάξιμες αποδοχές όσων το λαμβάνουν ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησης των καθηκόντων τους και του τρόπου επιλογής τους».
Το Π.Δ. 167 του 2007 (για το συνταξιοδοτικό του Δημοσίου) ορίζει ότι για να μετράει και το επίδομα θέσης στις συντάξιμες αποδοχές απαιτείται διετής παραμονή στη θέση ευθύνης. Αυτό καταργείται με τη νέα διάταξη που λέει ότι ακόμη και όσοι δεν είναι δύο χρόνια σε θέση ευθύνης και ανεξάρτητα από το αν έγιναν προϊστάμενοι, τμηματάρχες, διευθυντές και γενικοί διευθυντές με ανάθεση ή κατ’ αναπλήρωση θέσης από τον υπουργό, χωρίς να έχουν κριθεί από υπηρεσιακά συμβούλια, θα έχουν το προνόμιο να προσμετρηθούν στις αποδοχές για σύνταξη επιδόματα θέσης που είναι 290 ευρώ το μήνα για τους τμηματάρχες, 350 ευρώ για όσους πήραν θέση υποδιευθυντή, 450 ευρώ για τους διευθυντές και 900 ευρώ για τους γενικούς διευθυντές.