Σε δύο χώρες του νότου σχηματίσθηκαν πρόσφατα νέες κυβερνήσεις. Στην Ιταλία και την Ισπανία. Ο αριθμός των μελών των υπουργικών συμβουλίων στις χώρες αυτές δεν ξεπέρασε τους 18.
Και να σκεφθεί κανείς ότι οι χώρες αυτές έχουν πληθυσμό, η μεν Ιταλία πάνω από 60 εκατομμύρια, η δε Ισπανία πάνω από 40 εκατομμύρια. Στη δεύτερη χώρα στο νέο υπουργικό σχήμα μετέχουν 11 γυναίκες και έξι άνδρες, που μαζί με τον πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ φτάνουν στο σύνολο τους 18.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Το θέμα στην Ελλάδα δεν απασχόλησε τα λαλίστατα κατά τα άλλα πάσης φύσεως και μορφής ΜΜΕ. Κι αυτό γιατί συμβαίνει στη χώρα μας των 10 εκατομμυρίων να έχουμε κυβέρνηση 48 μελών. Που συνεπάγεται σπάταλο και γραφειοκρατικό κράτος από την κορυφή, μια και τους υπουργούς ακολουθεί μια στρατιά οδηγών, αστυνομικών, γραμματέων, διευθυντών, αυτοκινήτων, γραφείων και πάει λέγοντας.
Μια από τις αυταπάτες του Α. Τσίπρα ήταν και η προεκλογική εξαγγελία της δημιουργίας μικρού υπουργικού συμβουλίου 10 προσώπων. Όταν πήρε την εξουσία έκανε το εξής colpo grosso. Όρκισε όπως είχε τυπικά υποσχεθεί 10 υπουργούς και πρόσθεσε άλλους 20 Αναπληρωτές υπουργούς, που μαζί με τους υφυπουργούς πλησίασαν τους 50.
Σκέφθηκε ότι το πόπολο δεν θα καταλάβει την διαφορά, μια και υποτίθεται ότι τήρησε την υπόσχεση των 10 υπουργών. Βεβαίως για τους γνωρίζοντες τα της Δημόσιας Διοίκησης, ο Αναπληρωτής υπουργός, δεν έχει εκτός από τον τίτλο, καμιά διαφορά με τον υπουργό.
Κι αυτό γιατί με ΦΕΚ αναλαμβάνει συγκεκριμένα καθήκοντα, διακριτά από αυτά του υπουργού και ενεργεί λογοδοτώντας στον πρωθυπουργό και όχι στον υπουργό. Μόνο ο υφυπουργός υπάγεται υπηρεσιακά στον υπουργό.
Ο Τσίπρας ακολούθησε την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων μολονότι προεκλογικά εμφανίστηκε ως νεωτεριστής και εκσυγχρονιστής. Με αυτή την πολυδαίδαλη παρουσία υπουργών, αναπληρωτών και υφυπουργών αναπτύσσεται μια πρωτοφανής γραφειοκρατία στην κορυφή μια και αναζητούνται αρμοδιότητες, προκειμένου να βολέψουν τον λόχο των κυβερνητικών αξιωματούχων.
Έχουμε όμως και νέα υπουργεία, όπως αυτό της ψηφιακής πολιτικής, που ήρθε να καπελώσει ένα άλλο επίσης πρόσφατο, αυτό της Δημόσιας Διοίκησης.
Το αποτέλεσμα, η ψηφιακή γραφειοκρατία μια και οι πληροφορίες από το internet χρησιμεύουν απλά για εκτύπωση μιας πληθώρας χαρτιών, που καταλήγουν σε κάποια κρατική υπηρεσία.
Για παράδειγμα αν κάποιος θέλει να ανανεώσει το δίπλωμά οδήγησης του, καλείται να ετοιμάσει έναν τεράστιο φάκελο χαρτιών προκειμένου να στηθεί στην ουρά του υπουργείου Συγκοινωνιών για να τα καταθέσει.
Σε κάθε σοβαρή χώρα για μια τέτοια περίπτωση ο πολίτης ολοκληρώνει μέσω internet την όλη διαδικασία και την αποστέλλει στην αρμόδια υπηρεσία, που του ταχυδρομεί στη συνέχεια το ανανεωμένο δίπλωμα του. Στο άθλιο ελληνικό γραφειοκρατικό σύστημα, ακόμη και η παλιά άδεια που παραδίδει ο πολίτης, χρειάζεται να υποβάλλεται και σε φωτοτυπία.
Αλλά και το παράβολο των 98 ευρώ δεν το παίρνεις πια όπως παλιά από την εφορία, πηγαίνεις σε ένα ΚΕΠ για να σου εκδώσουν τα σχετικά παραστατικά και εν συνεχεία πας στην τράπεζα για να τα πληρώσεις, όπου υπάρχει και προμήθεια 4,5 ευρώ. Έτσι εκσυγχρονίζουν το κράτος.
Όλο αυτό το πανδαιμόνιο της γραφειοκρατίας που το συναντά ο πολίτης σε όλες τις συναλλαγές του με το κράτος, δείχνει ότι μετά από τρία μνημόνια μυαλό δεν βάλαμε. Κοροϊδεύουμε τους τροϊκανούς ότι δήθεν εκσυγχρονίζουμε το κράτος, πασάροντάς τους ακόμη και παραπλανητικά στοιχεία και από την άλλη αποδειχθήκαμε τα καλύτερα παιδιά στην αφαίμαξη των πολιτών με την υπερφορολόγιση, που έχει λυγήσει κυριολεκτικά νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα αδιέξοδα τα αντιλαμβάνονται σήμερα οι πολίτες. Γιατί αυτό το κράτος την εποχή του ανταγωνισμού, της ψηφιοποίησης και της τεχνικής νοημοσύνης, κάνει βήματα πίσω, απέναντι σε μια Ευρώπη που τρέχει με χίλια, δεν έχει μέλλον.
Κι εδώ προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα που αφορά αποκλειστικά τους πολίτες. Ποιο μέλλον θέλουν για τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους.
Σε μια χώρα που κυνηγάει αμείλικτα τους ελεύθερους επαγγελματίες φορτώνοντάς τους με φόρους που ξεπερνούν το 70% των συνολικών εσόδων τους, κάνοντας απαγορευτική για έναν νέο μια τέτοια ενασχόληση, ποιο μέλλον περιμένει κάποιον που δίνει αυτές τις ημέρες εξετάσεις για την εισαγωγή του δε κάποιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα.
Από την άλλη πλευρά ο σημερινός νέος έχει δύο δρόμους να επιλέξει. Αν θέλει πραγματικά να σπουδάσει και διαθέτει τα ανάλογα πνευματικά προσόντα, η μόνη διέξοδος μετά το πέρας των σπουδών του είναι η φυγή του στο εξωτερικό.
Αν με τα ψέματα θέλει να πάρει ένα χαρτί μετά κόπων και βασάνων, θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα του ντιλιβερά ή του σερβιτόρου προσπαθώντας παράλληλα με πιέσεις προς πολιτικά πρόσωπα να πάρει μια δωδεκάμηνη σύμβαση σε κάποιο κρατικό φορέα, για να πολεμήσει στη συνέχεια για την μετατροπή της σε αορίστου χρόνου, προκειμένου να μπει από το παράθυρο στο Δημόσιο.
Αλήθεια αυτή την Ελλάδα θέλουμε για τα παιδιά μας, 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, έχοντας ήδη διανύσει το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα;