Τον τελευταίο καιρό ακούσαμε πολλά «θα» για την οικονομία και το ερώτημα που προκύπτει είναι πότε και πως θα υπάρξουν και πράξεις.
Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και τις παρεμβάσεις που έγιναν στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ), από τα πιο επίσημα χείλη ακούσαμε επιτεύγματα και μελλοντικές διακηρύξεις πλην όμως απέναντι στα λόγια υπάρχει και η πραγματικότητα.
Tου Νίκου Καραγεωργίου*
Και αυτή η τελευταία μας λέει ότι για μια δεκαετία η ελληνική οικονομία υποχωρεί, συνεχίζει να βρίσκεται σε διαρθρωτική κρίση, τελεί υπό εποπτεία και η όποια μελλοντική της έξοδος στις αγορές εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Εξηγούμεθα. Κατά πρώτο λόγο το διεθνές περιβάλλον, μέρος του οποίου έστω και μικρό είναι και η οικονομία μας, βρίσκεται σε μια φάση ανοδική αλλά υπό συνθήκες που δημιουργούν ερωτηματικά.
Συγκεκριμένα η εκτόξευση του παγκόσμιου χρέους σε δυσθεώρητα επίπεδα (320% του παγκοσμίου ΑΕΠ) έχει προ πολλού ξεπεράσει την ομαλή εξυπηρετησιμότητά του, παράλληλα δε η συσσώρευση των παραγώγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε επίπεδα δεκαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ αποτελεί μόνιμη ωρολογιακή βόμβα. Την ίδια στιγμή, οι πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Πολιτειών για επιστροφή σε εποχές προστατευτισμού αυξάνουν την αβεβαιότητα στην οποία εσχάτως ήρθε να προστεθεί και το Ιταλικό πρόβλημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι για την Ελληνική οικονομία οι προκλήσεις είναι μεγάλες και επειδή εξίσου ισχυρές είναι και οι εσωτερικές της αδυναμίες, η όλη συγκυρία παρουσιάζεται ιδιαιτέρως θολή.
Στο επίπεδο αυτό πρώτο και σοβαρότερο πρόβλημα προς επίλυση για τη χώρα είναι η άμεση είσοδός της σε μόνιμη και βιώσιμη ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο όμως συσχετίζεται ισχυρά με το επίπεδο των επενδύσεων. Εδώ τα πράγματα κάθε άλλο παρά ευοίωνα είναι. Όπως προκύπτει από έγκυρες μελέτες το σημερινό επενδυτικό κενό στην Ελλάδα είναι της τάξης του 10 με 12% του ΑΕΠ το χρόνο. Με άλλα λόγια αντιπροσωπεύει σε απόλυτο αριθμό ποσό που ξεπερνά τα 15 δις ευρώ.
Όμως το κενό αυτό υπάρχει σε μια περίοδο μεγάλης χρηματοδοτικής στενότητας, με αποτέλεσμα να είναι άμεση και ζωτική η ανάγκη της προσέλκυσης και πραγματοποίησης ξένων επενδύσεων, οι οποίες από μόνες τους θα ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο επενδυτικό κοινό εντός και εκτός Ελλάδος. Βέβαια θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την χώρα που ήδη υπάρχει, αυξάνει τις απαιτήσεις απόδοσης των επενδυτών και ως εκ τούτου διευρύνει το έλλειμα χρηματοδότησης. Έχουμε δηλαδή έναν φαύλο κύκλο ο οποίος αναπαράγεται και στο μέτρο που διαιωνίζεται τείνει να γίνει καθεστώς.
Είναι απαραίτητο, έτσι, να διατυπωθεί ένα νέο πλέγμα πολιτικών που θα διευκολύνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης λαμβάνοντας υπόψη ότι:
• Ξένα κεφάλαια είναι απίθανο να καλύψουν σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού.
• Η δημοσιονομική κατάσταση δεν επιτρέπει μεγάλες δημόσιες επενδύσεις.
• Η οποιαδήποτε άνοδος του ρυθμού επενδύσεων θα πρέπει να ξεκινήσει από ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πριν από όλα θα κινητοποιούν ελληνικά κεφάλαια.
Δυστυχώς, από την άποψη αυτή, το όλο περιβάλλον, θεσμικό και ψυχολογικό, παραμένει αβέβαιο και κατά την ταπεινή μας γνώμη το προτεινόμενο από την κυβέρνηση «ολιστικό αναπτυξιακό πρόγραμμα» δεν νομίζουμε ότι είχε την απαραίτητη πειστικότητα που απαιτούν οι καιροί.
Στο πλαίσιο αυτής της κατ’ ανάγκη συνοπτικής εκτιμήσεως της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνουμε ότι δύο θα έπρεπε να είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους θα μπορούσαν να στηριχθούν αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Πρώτον, η σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος με τη δημιουργία σταθερού φορολογικού πλαισίου ικανού να προσελκύσει κεφάλαια, και δεύτερον η χάραξη μιας ισχυρής βιομηχανικής πολιτικής. Η βιομηχανική πολιτική είναι ανάγκη να οδηγεί την παραγωγική βάση της χώρας σε μεγαλύτερα μεγέθη παραγωγής, σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και σε επώνυμες εξαγωγές.
Στο βαθμό που η ελληνική βιομηχανία αντιπροσωπεύει με το ζόρι το 10% του ΑΕΠ, μια προσπάθεια προς ενίσχυσή της με ξεκάθαρους στόχους θα ήταν μια πρώτη ένδειξη καλής θέλησης που από μόνη της θα ενέπνεε εμπιστοσύνη. Πέρα από τα λόγια λοιπόν, καιρός είναι και για συγκεκριμένες πράξεις.