Όλα τα μέτωπα ανοιχτά σε ότι αφορά στις ομαδικές απολύσεις έχει η… Αθήνα μετά και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής και στο προδικαστικό ερώτημα που έχει καταθέσει η ελληνική δικαιοσύνη, το ευρωπαϊκό δικαστήριο τάσσεται έμμεσα υπέρ της απελευθέρωσης στο όριο των ομαδικών απολύσεων και το υπουργικό βέτο.
Δέχεται ότι το ελληνικό κράτος διατηρεί και μπορεί να τοποθετείται σε υποθέσεις ομαδικών απολύσεων, σημειώνει όμως ότι δεν μπορεί να επικαλείται οικονομική κρίση ή αύξηση της ανεργίας για να εξαιρείται από το κοινοτικό δίκαιο.
Αναφέρει ότι το ελληνικό πλαίσιο είναι ασαφές και στέλνει πίσω στο εθνικό δικαστήριο την υπόθεση της ΑΓΕΤ.
Σύμφωνα με πρώτες εκτιμήσεις νομικών κύκλων, πρόκειται για μια «σολομώντεια λύση», με το ευρωπαϊκό δικαστήριο να μην παίρνει συγκεκριμένη θέση, κάτι που πιθανότατα να δυσκολεύει τη θέση της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές καθώς το θέμα βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας, με τους εκπροσώπους των δανειστών να πιέζουν για αύξηση του ορίου από 5 σε 10% και κατάργηση του υπουργικού βέτο.
Ανησυχίες εξέφρασε η ΓΣΕΕ μετά την ανακοίνωση της απόφασης: «Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των θεσμών που εκπροσωπούν τους δανειστές της χώρας, την ευθύνη όμως για τον τρόπο ενσωμάτωσης της απόφασης στην ελληνική νομοθεσία φέρει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση».
Θετικά αποτιμά την απόφαση το υπ. Εργασίας
«Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί της προσφυγής της Ανώνυμης Γενικής Εταιρίας Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) δεν επιβεβαιώνει τις μέχρι σήμερα αρνητικές εκτιμήσεις για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων», υποστηρίζει από την πλευρά του το υπουργείο Εργασίας.
«Καταρχάς πρέπει να διευκρινίσουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά στα ισχύοντα όρια των ομαδικών απολύσεων, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο. Η κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων, καθώς και στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης από τη δημόσια αρχή.
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου δικαιώνει τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς κρίνει ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο η ρύθμιση που δίνει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέπει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα από ουσιαστικό έλεγχο. Το Δικαστήριο ορίζει επίσης ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια των ομαδικών απολύσεων πρέπει να είναι περισσότερο εξειδικευμένα απ’ ότι είναι σήμερα.
Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το, όπως αρκετοί θα ήλπιζαν ή είχαν προεξοφλήσει ότι θα συμβεί».
Τι λένε οι νομικοί
Έγκριτοι νομικοί επισημαίνουν στο Euro2day.gr ότι η απόφαση ξεκαθαρίζει μεν ότι η επίμαχη κοινοτική οδηγία 98/59 δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή που ισχύει στη χώρα μας με αποτέλεσμα δημόσια αρχή (το υπουργείο Εργασίας) να αποτρέπει ομαδικές απολύσεις σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει εμπεριστατωμένο σχέδιο, στο οποίο θα αξιολογούνται οι συνθήκες στην αγορά εργασίας, η κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.
Για να συμπληρώσει δε, ότι δεν ισχύει το ίδιο, αν διαπιστωθεί από τα δικαστήρια, ότι η επίμαχη δυνατότητα έχει ως συνέπεια να καθιστά τις διατάξεις της οδηγίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.
Αυτό στην πράξη σημαίνει αφενός ότι η ελληνική νομοθεσία δεν αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 98/59 αφετέρου ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η εφαρμογή της στην πράξη, ακυρώνει την κοινοτική οδηγία.
Καθώς κάτι τέτοιο δεν είναι σαφές από τον τρόπο λειτουργίας του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα, οι νομικοί υποστηρίζουν ότι ενδέχεται να ζητηθεί η αλλαγή του, προκειμένου να είναι πιο ξεκάθαρο και σαφές.
Παράλληλα, το ΔΕΚ αφήνει στην κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εξέταση της ορθής εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας στην υπόθεση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, επισημαίνοντας όμως ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.
Στο προδικαστικό ερώτημα αν περιορίζεται το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης επιχειρήσεων και ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφαίνεται τα εξής: «σε περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η διαλαμβανόμενη στην πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου του διατακτικού».
Ξεκαθαρίζει μάλιστα, ότι συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα υψηλός δείκτης ανεργίας δεν δίνει το δικαίωμα σε κράτη μέλη να αποκλίνουν από το κοινοτικό δίκαιο.
Η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει καταρχήν σε κράτος μέλος να εναντιώνεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε ομαδικές απολύσεις προκειμένου να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και η απασχόληση.
Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εθνικής ρύθμισης, η οποία πρέπει να κατατείνει στον συγκερασμό και στη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης και, αφετέρου, της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας των εργοδοτών, τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζει η αρμόδια αρχή, προκειμένου να εναντιωθεί σε σχέδιο ομαδικών απολύσεων, δεν μπορούν να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή.
Η ελληνική εταιρία ΑΓΕΤ Ηρακλής, η οποία παράγει τσιμέντο και έχει ως κύριο μέτοχο τη γαλλική πολυεθνική Lafarge, αμφισβητεί την απόφαση του Υπουργού Εργασίας να εναντιωθεί στο σχέδιό της ομαδικών απολύσεων (σχέδιο το οποίο προέβλεπε το κλείσιμο ενός εργοστασίου στη Χαλκίδα και την κατάργηση 236 θέσεων εργασίας).
Στην Ελλάδα, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών σχετικά με σχέδιο ομαδικών απολύσεων, ο νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας δύνανται, λαμβάνοντας υπόψη τρία κριτήρια (τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας), να μην επιτρέψουν την πραγματοποίηση μέρους ή του συνόλου των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Εάν το σχέδιο των απολύσεων δεν εγκριθεί, δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Της υπόθεσης επιλήφθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ερωτά το Δικαστήριο εάν η εν λόγω προηγούμενη διοικητική έγκριση είναι σύμφωνη με την οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις και την ελευθερία εγκατάστασης που κατοχυρώνεται από τις Συνθήκες (ελευθερία την οποία η γαλλική πολυεθνική Lafarge ασκεί δια της κατοχής πλειοψηφικών συμμετοχών, εν προκειμένω στην ελληνική εταιρία ΑΓΕΤ Ηρακλής).
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το ελληνικό δικαστήριο ερωτά εάν η εθνική ρύθμιση μπορεί, παρά ταύτα, να κριθεί συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο εξετάζει καταρχάς εάν η ελληνική νομοθεσία είναι συμβατή με την οδηγία. Κρίνει, συναφώς, ότι η οδηγία δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική ρύθμιση που παρέχει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέψει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδει μετά από εξέταση του φακέλου και συνεκτίμηση προκαθορισμένων ουσιαστικών κριτηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δεν καθιστά την οδηγία άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.
Η οδηγία θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας εάν, ιδίως, λόγω των εφαρμοζόμενων από την εθνική αρχή κριτηρίων, αποκλειόταν στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.
Εν προκειμένω, η ΑΓΕΤ Ηρακλής υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές εναντιώνονται συστηματικά στα κοινοποιούμενα σε αυτές σχέδια ομαδικών απολύσεων. Συνεπώς, εναπόκειται στο ελληνικό δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης να εξετάσει εάν, λόγω των εφαρμοζόμενων από τις ελληνικές αρχές κριτηρίων αξιολογήσεως, η οδηγία 98/59 καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, υπό την έννοια ότι οι εργοδότες δεν έχουν ουσιαστικά καμία δυνατότητα πραγματοποίησης ομαδικών απολύσεων.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με την ελευθερία εγκατάστασης. Κρίνει, συναφώς, ότι η ελληνική ρύθμιση ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να καταστήσει εξαρχής λιγότερο ελκυστική την πρόσβαση στην ελληνική αγορά και, εν συνεχεία, να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμεύοντας, στο πλαίσιο αυτό, τους εργαζομένους τους οποίους έχουν προηγουμένως προσλάβει. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των εργαζομένων ή η αύξηση της απασχόλησης και των προσλήψεων.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, συναφώς, ότι δεν είναι αντίθετη στην ελευθερία εγκατάστασης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ ούτε στην επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται με το άρθρο 16 του Χάρτη εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία τα σχέδια ομαδικών απολύσεων πρέπει, προτού υλοποιηθούν, να κοινοποιούνται σε εθνική αρχή με εξουσία ελέγχου στο πλαίσιο της οποίας δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εναντιώνεται σε τέτοιο σχέδιο για λόγους προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης.
Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα δεν συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας των επιχειρήσεων να προβαίνουν σε ομαδικές απολύσεις, αλλά αποσκοπεί μόνο στη ρύθμιση της δυνατότητας αυτής, προκειμένου να επιτευχθεί δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που συνδέονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης (ιδίως την προστασία έναντι αδικαιολόγητων απολύσεων) και, αφετέρου, των συμφερόντων που σχετίζονται με την ελευθερία εγκατάστασης.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι το εν λόγω σύστημα μπορεί να ικανοποιεί τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας και, εξάλλου, δεν θίγει το ουσιαστικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο εξετάζει τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρώτο κριτήριο (συμφέρον της εθνικής οικονομίας) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό ελευθερίας όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης.
Αντιθέτως, όσον αφορά τα δύο άλλα κριτήρια εκτίμησης (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες της αγοράς εργασίας), μπορεί καταρχήν να γίνει δεκτό ότι σχετίζονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης, που αποτελούν θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, ωστόσο, ότι τα δύο αυτά κριτήρια έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή. Κατά συνέπεια, οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορούν οι ελληνικές αρχές να εναντιωθούν σε σχέδια ομαδικών απολύσεων: οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, τα δε κριτήρια αυτά παρέχουν στις ελληνικές αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί. Τέτοια κριτήρια, τα οποία είναι ασαφή και δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις, υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποιούν
τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας.
Τέλος, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα του ελληνικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το γεγονός ότι σε ένα κράτος μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας δεν διαφοροποιεί την προηγούμενη λύση. Συγκεκριμένα, ούτε η οδηγία ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπουν δυνατότητα παρέκκλισης εφόσον επικρατούν τέτοιες συνθήκες σε εθνικό επίπεδο.