H Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει να επανεξετάσει την πολιτική της, με δεδομένη την αδυναμία να επιτύχει τον στόχο της για τον πληθωρισμό, παρά την εξαιρετικά μεγάλη στήριξη που παρέχει επί σειρά ετών, δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής της φιλανδικής κεντρικής τράπεζας και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, Όλι Ρεν. Όπως είπε, βασικά οικονομικά δεδομένα είναι πιθανόν να έχουν αλλάξει μετά την κρίση, περιορίζοντας την ικανότητα της ΕΚΤ να επηρεάζει τις τιμές καταναλωτή και πλήττοντας δυνητικά την αξιοπιστία της.
Με τον πληθωρισμό να κινείται από το 2013 αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ, που είναι σχεδόν 2%, η τράπεζα παρείχε πρωτοφανή στήριξη μέσω των χαμηλών επιπέδων-ρεκόρ των επιτοκίων, των αγορών ομολόγων ύψους 2,6 τρισ. ευρώ και πολλών γύρων πολύ φθηνής χρηματοδότησης των τραπεζών. Με τα μέτρα αυτά, ωστόσο, έχει σχεδόν εξαντλήσει το οπλοστάσιο της πολιτικής της, χωρίς να έχει φθάσει ο πληθωρισμός στον στόχο της. «Η αλληλεξάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας και των πληθωριστικών πιέσεων φαίνεται να έχει εξασθενίσει τα τελευταία χρόνια», είπε ο Ρεν, ο οποίος αναφέρεται συχνά από οικονομολόγους ως πιθανός υποψήφιος για τη διαδοχή του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αργότερα φέτος. «Αν αποδειχθεί ότι το φαινόμενο αυτό γίνεται μόνιμο, θα σήμαινε μία εξασθένιση της επίδρασης που ασκεί η νομισματική πολιτική στον πληθωρισμό μέσω της συνολικής ζήτησης», πρόσθεσε, αναφέρει το newmoney.
Ο Ρεν σημείωσε ότι παρά το γεγονός πως η ΕΚΤ χρησιμοποίησε πρωτοφανή εργαλεία για να αυξήσει τον πληθωρισμό, δεν υπήρξαν τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι προσδοκίες για την αύξηση των τιμών συνέχισαν να μειώνονται, κάτι που αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο. «Μία εξήγηση για αυτό είναι ότι... μπορεί να έχει διαβρωθεί η εμπιστοσύνη στην ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να επηρεάζουν τον πληθωρισμό», είπε. Ενισχύοντας την επιχειρηματολογία του για μία αναθεώρηση της πολιτικής της ΕΚΤ, ο Ρεν υποστήριξε ότι τα επιτόκια είναι πιθανόν να παραμείνουν χαμηλά για πολύ καιρό, περιορίζοντας την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να χρησιμοποιεί τα επιτόκια ως μέσο πολιτικής και αναγκάζοντάς την να βασίζεται σε μη συμβατικά μέτρα, τα οποία έχουν αποτύχει έως τώρα να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Φυσικά, αυτό δεν θα σήμαινε την αμφισβήτηση του βασικού στόχου της σταθερότητας των τιμών, αλλά θα περιλάμβανε μία αναλυτική επανεξέταση των κατευθυντήριων αρχών, των βασικών υποθέσεων και των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής», πρόσθεσε.
Ενώ οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο διεξάγουν περιοδικές αναθεωρήσεις του πλαισίου της πολιτικής τους, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Πέτερ Πράετ είπε πρόσφατα ότι «πιθανόν να μην είναι τώρα ο σωστός χρόνος» για μία τέτοια μελέτη. Με τα μισά από τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και πάνω από ένα στα τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της να πρόκειται να αντικατασταθούν φέτος, η τράπεζα θα διέλθει από τη μεγαλύτερη αλλαγή της εδώ και πολλά χρόνια, η οποία μπορεί να έχει συνέπειες στην πολιτική της.