Καθώς μπαίνουμε στην πυρίκαυστη ζώνη της τρίτης αξιολόγησης, τα μηνύματα που καταφτάνουν στην Ηρώδου Αττικού προετοιμάζουν τον πρωθυπουργό για σοβαρές δυσκολίες και καθυστερήσεις, σε αντίθεση με το καλοκαιρινό αφήγημα (που ουδείς πραγματικά πιστεύει) πως η κυβέρνηση θα κλείσει τους επόμενους δέκα μήνες τρεις αξιολογήσεις και του χρόνου το καλοκαίρι θα ανοίξει πανιά για τη μετά μνημόνιο εποχή.
Περιμένοντας το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στρέφεται στο ΔΝΤ και τη στάση που θα τηρήσει στην τρίτη αξιολόγηση. Μια πρώτη γεύση θα πάρει η Αθήνα από τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ενημέρωσε την κυβέρνηση ότι θα έρθει στη χώρα μας, μόλις πέντε ημέρες μετά τις γερμανικές εκλογές, στις 29 Σεπτεμβρίου.
Στο μεταξύ στο Μαξίμου ετοιμάζονται να υποδεχτούν, στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου, τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, που έρχεται λίγο πριν από το Εurogroup της 15ης Σεπτεμβρίου, το οποίο σηματοδοτεί την άτυπη επανεκκίνηση των διαδικασιών για το ελληνικό πρόγραμμα.
Οπως συμβαίνει κάθε φορά που ένα πρόγραμμα πλησιάζει στο τέλος του, έρχεται η ώρα των μεγάλων αποφάσεων από τους βασικούς συντελεστές αναφορικά με την επόμενη μέρα. Και επειδή, κακά τα ψέματα, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ως συνομιλητή του στην Ευρώπη τη Γερμανία, το κυρίως πιάτο της αξιολόγησης θα σερβιριστεί τον Νοέμβριο, αν ως τότε υπάρχει πλήρης εικόνα για τη γερμανική κυβέρνηση.
Από μόνο του το γεγονός ότι μεσολαβεί σημαντικός χρόνος αναμονής ως τη λήψη των αποφάσεων δημιουργεί αστάθεια και μεγάλη ρευστότητα όσον αφορά την πορεία της τρίτης αξιολόγησης – παρά τις συνεχείς κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι τα βάσανα τελείωσαν.
Tα κόκκινα δάνεια
Μετά το θέμα του χρέους, το νέο σκηνικό σύγκρουσης είναι αυτό ανάμεσα στο Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το πρώτο να ζητεί εδώ και τώρα νέα επισκόπηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (AQR) και να υποστηρίζει στις εκθέσεις του ότι ενδέχεται να χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση ύψους ακόμη και 10 δισ. ευρώ.
Το Ταμείο επιμένει στην απαίτησή του για διενέργεια ΑQR, επειδή τα στελέχη του εκτιμούν ότι θα αποκαλυφθεί μια νέα γενιά προβληματικών δανείων, κυρίως ρυθμισμένων δανείων για τα οποία δεν έχουν ληφθεί προβλέψεις, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για έναν ακόμη γύρο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Η ΕΚΤ έχει κλείσει την πόρτα στην απαίτηση του ΔΝΤ και έχει αντικρούσει διπλωματικά αλλά με σαφήνεια την παρέμβασή του απαντώντας την επομένη της δημοσιοποίησης της έκθεσης του Ταμείου, που ζητούσε ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με 10 δισ. ευρώ, πως το ελεγκτικό πρόγραμμα των ευρωπαϊκών τραπεζών για το 2018 είναι ήδη προγραμματισμένο και γνωστό.
Το ενδεχόμενο ρήξης ΔΝΤ και Ε.Ε.-ΕΚΤ συνδέεται με τα σενάρια αποχώρησης του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα ως το τέλος του έτους. Επειδή όμως το έργο το έχουμε ξαναδεί, η αβεβαιότητα και ο κίνδυνος νέας ανακεφαλαιοποίησης παραμένουν δεδομένα, πολύ περισσότερο λόγω και των γερμανικών εκλογών που μπορεί να φέρουν νέα πρόσωπα σε θέσεις-κλειδιά οι οποίες επηρεάζουν τις αποφάσεις για το ελληνικό πρόγραμμα.
Καμπανάκι από τον φόρο εισοδήματος
Πέρα από τα 113 προαπαιτούμενα που περιλαμβάνουν περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων, την αξιολόγηση και την κινητικότητα στο Δημόσιο και την αντικατάσταση των κομματικών διοικήσεων στις ΔΕΚΟ που πέρασαν στο Υπερταμείο, ο μεγάλος πονοκέφαλος για τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο είναι η πορεία των εισπράξεων από τον φόρο εισοδήματος.
Tον Ιούλιο ο Προϋπολογισμός παρουσίασε υστέρηση εσόδων 730 εκατ. ευρώ, η οποία αποδίδεται κυρίως στην αποχή των φορολογουμένων από την πληρωμή της πρώτης δόσης φόρου εισοδήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, στο τέλος Ιουλίου ένας στους τρεις φορολογούμενους δεν κατάφερε να πληρώσει την πρώτη δόση του φόρου για το εισόδημα, με αποτέλεσμα να καταγραφεί υστέρηση εισπράξεων ύψους 340 εκατ. ευρώ μόνο από αυτή την αιτία.
Ο κ. Τσακαλώτος ευελπιστεί πάντως πως η αίσθηση ότι ο Προϋπολογισμός μπάζει νερά θα ανατραπεί τον Σεπτέμβριο, όταν οι φορολογούμενοι θα κληθούν να καταβάλουν περίπου 2 δισ. ευρώ για την πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ και τη δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος. Τα εκκαθαριστικά του φόρου των ακινήτων θα αναρτηθούν στο Taxisnet ως τις 31 Αυγούστου και η εξόφληση θα γίνει σε πέντε δόσεις – από το τέλος Σεπτεμβρίου ως το τέλος Ιανουαρίου του 2018.
Θυσίες χωρίς αντίκρισμα
Παρά την αισιοδοξία της κυβέρνησης, η κόπωση των πολιτών από τις συνεχείς επιβαρύνσεις φαίνεται ότι θα οδηγήσει σε απόκλιση τον στόχο για τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να αγγίξει και το 1 δισ. ευρώ.
Πώς προκύπτει η υστέρηση; Οι αριθμοί είναι συγκεκριμένοι: με τα μέτρα που ελήφθησαν κατά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τον Μάιο του 2016 κυβέρνηση και τρόικα ανέμεναν φέτος 1 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος: 9,2 δισ. ευρώ το 2017 έναντι 8,2 δισ. ευρώ το 2016. Ο λόγος είναι ότι με τις φετινές δηλώσεις που αφορούν στα εισοδήματα του 2016 εφαρμόζονται ήδη η μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα 9.545 στα 8.750 ευρώ (κατά μ.ο.), η αύξηση των προκαταβολών φόρου για τους ελεύθερους επαγγελματίες από το 75% στο 100%, οι αναπροσαρμογές στην εισφορά αλληλεγγύης καθώς και η αύξηση του φόρου για όσους έχουν εισοδήματα από ενοίκια.
Αντί όμως για περισσότερα έσοδα από αυτή την πηγή, το κράτος εμφανίζεται ως το τέλος Ιουλίου να εισπράττει λιγότερα, ενώ και οι προβλέψεις για το υπόλοιπο του έτους δεν είναι ενθαρρυντικές. Ετσι, το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς τα έσοδα μόνο από τον φόρο εισοδήματος ήταν περίπου ίδια με τα περυσινά: 3,228 δισ. ευρώ εισπράχθηκαν ως το τέλος Ιουνίου του 2017, έναντι 3,217 δισ. το 2016.
Μετά τον Ιούνιο, η κυβέρνηση δεν ποντάρει πλέον στην παρακράτηση αλλά στην εξόφληση του φόρου που προκύπτει από τις φορολογικές δηλώσεις. Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα, διότι, παρά τις επιβαρύνσεις, το ποσό που προέκυψε φέτος από την εκκαθάριση των δηλώσεων είναι κατά 67 εκατ. ευρώ μικρότερο σε σύγκριση με πέρυσι. Το 2016 ήταν 3,467 δισ. ευρώ, ενώ φέτος 3,4 δισ. Επομένως, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις φοροτεχνικών, η επίτευξη του υψηλότερου κατά 1 δισ. ευρώ στόχου των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος καθίσταται πλέον αδύνατη.
Αδύνατος ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%
Η εξέλιξη δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του χαμηλότερου φετινού στόχου για πλεόνασμα ύψους 1,75%, αλλά ενισχύει την ανησυχία των Βρυξελλών για τη δυνατότητα της Ελλάδας να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Η ανησυχία συνδέεται με τον κίνδυνο η τρόικα να ζητήσει νέα μέτρα τον Οκτώβριο κατά την κατάθεση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού, κάτι που θεωρείται βέβαιο αν οι αποκλίσεις στο σκέλος των εσόδων συνεχιστούν.
Με τα σημερινά δεδομένα, το άλμα από το πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% φέτος σε 3,5% του ΑΕΠ το 2018 φαντάζει αδύνατο να επιτευχθεί, κάτι που ήδη έχει προβλέψει το ΔΝΤ, το οποίο εκτιμά στο δικό του μνημόνιο ότι το πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς δεν θα ξεπεράσει το 2,2%.
Το άλμα αυτό φαινόταν εφικτό με βάση τις αρχικές προβλέψεις για υψηλή ανάπτυξη. Επειδή όμως η χαμηλότερη ανάπτυξη σημαίνει πάντα και λιγότερα έσοδα (αν δεν ληφθούν νέα μέτρα), τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει.
Τον Νοέμβριο του 2016, όταν άρχιζε η δεύτερη αξιολόγηση, η Κομισιόν ανέμενε ανάπτυξη 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Πάνω εκεί χτίστηκε το μακροοικονομικό σενάριο της διετίας 2017-2018. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, ενώ είναι ενδεικτικό ότι και η ίδια η κυβέρνηση υπολογίζει τη φετινή ανάπτυξη στο 1,8%.
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης άλλαξε τα δεδομένα και κανείς δεν περιμένει πια το κύμα της ανάπτυξης να «πάρει πάνω του» τα φορολογικά έσοδα και να τα οδηγήσει χωρίς νέα μέτρα στο πλεόνασμα 3,5% το 2018.
Επιπλέον, παρά τη βροχή των κατασχέσεων λογαριασμών (κάθε μέρα εκδίδονται 5.000 ηλεκτρονικά κατασχετήρια), η κόπωση των φορολογουμένων είναι δεδομένη και είναι βέβαιο ότι το «θαύμα» της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 4,19% (με όρους μνημονίου) το 2016 δεν πρόκειται να επαναληφθεί αν δεν ανακάμψει η οικονομία.
Για την ώρα βέβαια ο κ. Τσακαλώτος αισθάνεται ασφαλής, καθώς χάρη στην υπερσυγκράτηση δαπανών κατά 1,569 δισ. ευρώ το πρώτο επτάμηνο του έτους το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει τις προβλέψεις. Ο υπουργός Οικονομικών ευελπιστεί ακόμη ότι τα έσοδα ως το τέλος του έτους θα είναι επαρκή για την υπέρβαση του φετινού στόχου – το 1,75%. Για να συμβεί αυτό πρέπει να εισπραχθούν τουλάχιστον 25,7 δισ. ευρώ -από το σύνολο των φόρων- από τον Αύγουστο έως το τέλος του έτους.