Ακριβό σπορ για τους Έλληνες τείνει να γίνει ο τουρισμός στα νησιά.
Και αυτό γιατί, όπως αναφέρει η Καθημερινή, ήδη σε ορισμένα νησιά, όπως η Μύκονος η πλειοψηφία των τουριστών είναι ξένοι καθώς οι τιμές είναι απλησίαστες για τη μέση ελληνική οικογένεια. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο ρεπορτάζ, η εικόνα διευρύνεται και σε λιγότερο αναγνωρίσιμους διεθνώς προορισμούς, όπως η Φολέγανδρος ή και η Μήλος.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εδώ υπάρχουν υψηλές πληρότητες και τιμές, από τα τέλη Ιουνίου. Η Πάτμος δυσκολεύεται να φιλοξενήσει σε υψηλής ποιότητας καταλύματα επισκέπτες ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού.
Οι υποδομές, ξενοδοχειακές κι άλλες, για πολλούς λόγους, δεν ακολούθησαν την αύξηση του τουριστικού κύματος, ενώ για να βρει κάποιος καμπίνα και θέση για το αυτοκίνητό του σε πλοίο της γραμμής πρέπει να έχει μεριμνήσει πολλές εβδομάδες νωρίτερα.
Η αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό έχει οδηγήσει γενικότερα τις τιμές σε επίπεδα δυσπρόσιτα για τα ελληνικά νοικοκυριά, των οποίων το διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί κατά 34,6% την τελευταία επταετία.
Μάλιστα, η εφημερίδα παραθέτει παράδειγμα για μια μέση οικογένεια 4 ατόμων, με Ι.Χ., για επτά ημέρες διανυκτέρευση σε νησί του Ανατολικού Αιγαίου.
Το συνολικό κόστος φθάνει τα 3.270 ευρώ και επιμερίζεται ως εξής:
•Τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (4κλινη καμπίνα και Ι.Χ. μετ’ επιστροφής) αγγίζουν τα 650 ευρώ.
•Τα έξοδα διανυκτέρευσης υπολογίζονται σε 1.050 ευρώ (150 ευρώ Χ 7 ημέρες), ενώ οι δαπάνες σίτισης στα 1.120 ευρώ (μεσημεριανό και βραδινό, που αναλύεται σε 40 ευρώ Χ 4 άτομα Χ 7 ημέρες).
•Στα άλλα έξοδα έχει προϋπολογιστεί ποσό 300 ευρώ (40 ευρώ στο πλοίο και 30 ευρώ στην παραλία για ομπρέλες, παγωτό καφέ, βενζίνη). Ακόμη στα έξοδα περιλαμβάνεται και δαπάνη 150 ευρώ που αφορά τρεις νυχτερινές εξόδους για τους γονείς.
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος να γίνουν απλησίαστες οι διακοπές για τους Έλληνες δεν είναι απλώς υπαρκτός. Είναι ήδη γεγονός για ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ακόμα και για άνω του μέσου όρου εισοδήματος.
Ο εσωτερικός τουρισμός, στο σύνολο του τομέα, κρατούσε την περίοδο προ κρίσης 2006 – 2008 περίπου το 25% του συνόλου των εσόδων (περίπου 4 δισ. ευρώ λένε τα στοιχεία των ειδικών). Κατά τη διάρκεια της κρίσης το ποσοστό αυτό κατέρρευσε, φτάνοντας το 2015 να καταγράφει μείωση 67%.