Από παχιά λόγια περί «εθνικής υπερηφάνειας» και άλλα παρόμοια τα τελευταία χρόνια πάμε πολύ καλά. Ο υπερπατριωτισμός ξεχειλίζει από τα μπατζάκια ορισμένων γελωτοποιών της πολιτικής και της επικοινωνίας.
Κατά κανόνα δε, ο «υπερπατριωτισμός» αυτός, δεν διατυπώνεται αλλά ούτε και εκδηλώνεται ως πρόσκληση ανάδειξης των Ελλήνων, αλλά ως έκφραση μίσους έναντι τρίτων.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Με άλλα λόγια ο υπερπατριωτισμός δεν αποσκοπεί στο να γίνουμε καλύτεροι, αλλά επιδιώκει στο να μισούμε περισσότερο τους άλλους. Ωσάν το μίσος και ο φθόνος να λύνουν υπαρξιακά και αλλά προβλήματα.
Πρόκειται δηλαδή για έναν αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό χαρακτήρα υπερπατριωτισμού, στόχος του οποίου είναι η υποδούλωση σε εξουσίες αχρείων καιροσκόπων. Σήμερα, η νοοτροπία αυτή είναι πέρα για πέρα αδιέξοδη, πλην όμως το γεγονός αυτό εξυπηρετεί γελωτοποιούς και άλλους πολιτικούς απατεώνες. Τα αδιέξοδα είναι εργαλείο επιρροής τους.
Συμβαίνει όμως, οι προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως έθνος και ως κοινωνία, να είναι τέτοιες που επιβάλουν μια ευκρινέστερη συνειδητοποίηση ευθυνών, που βαρύνουν συνολικά το παρελθόν και το παρόν.
Οι ιδιόρρυθμοι εθνικοί τρόποι με τους οποίους κατ’ εξακολούθηση διαχειριστήκαμε τις τύχες μας ως έθνος και κοινωνία δεν μπορούν να θεωρούνται ως αξιομίμητοι και υποδειγματικοί. Υπήρξαν κατάδηλα αντιπαραγωγικοί. Ο δανειοβίωτος παρασιτισμός δεν προσφέρεται εφεξής ως τρόπος εθνικής χρηματοδότησης. Η Ελλάδα έχει βιώσει ως σήμερα πολλαπλές εθνικές χρεοκοπίες, οικονομικές και πολιτικές. Από τη σκληρότερη εμπειρία πτώχευσης που κατά την τρέχουσα περίοδο βιώνει, ας ελπίσουμε ότι θα συναγάγει επαρκή συμπεράσματα εκσυγχρονιστικής προσαρμογής.
Το κυριότερο: ότι θα συνειδητοποιήσει επαρκώς τη σημασία της παραγωγικής αυτοχρηματοδότησης ως της μόνης βιώσιμης τεχνικής για τη δυναμική επιβίωση και τη σταθεροποίηση της εθνικής μας πορείας. Σ’ αυτό το σκληρό έδαφος δημιουργικής προσαρμογής καλούνται να δοκιμαστούν οι νεοεθνικόφρονες και οι εθνικοπατριώτες. Όχι στα αναμασήματα της μακροχρόνιας ιδεολογικής χρεοκοπίας. Επτά χρεοκοπίες σε 200 χρόνια, είναι διδακτικές και αποκαλυπτικές, για όσους διαθέτουν ίχνη φαιάς ουσίας.
Η μεταπολιτευτική ιδιαίτερα περίοδος χαρακτηρίζεται από άφρονα και εξοργιστική διαχειριστική ανεπάρκεια. Η πολιτική ανεπάρκεια ελαχιστοποίησε την αξιοποίηση των συγκυριακών ευκαιριών που η τύχη έθεσε γενναιόδωρα κατά την περίοδο αυτή στη διάθεσή μας («τιμής ένεκεν» ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981, χαριστική ένταξη το 2000 στην ΟΝΕ χαμηλά επιτόκια κατά την εκπληκτική ευφορία της διεθνούς οικονομίας 2001-2007 κλπ.).
Εις πείσμα των εξοργιστικά ευνοϊκών περιστάσεων, εμείς απλώς μεγιστοποιήσαμε ζημιές που σήμερα καλούμαστε, δίκαιοι και άδικοι, συλλογικά να συμμεριστούμε. Έχοντας ήδη καταβάλλει πολύ υψηλό τίμημα, για το οποίο κάποιοι φέρουν ευθύνες.
Γίνεται όλο και περισσότερο σαφές ότι οι περιστάσεις εγείρουν διαπρύσια το αίτημα για μια καινούργια Ελλάδα, ένα καινούργιο κράτος, μια καινούργια πολιτική. Πράγματα που αυτοχρήμα προϋποθέτουν μια μορφωτική επανάσταση. Η οργή των πραγμάτων θα κατευθύνει από μόνη της την εθνική ανανέωση μόνον μέχρις ενός συγκεκριμένου σημείου. Αλλά αυτό δεν επαρκεί. Για να περάσουμε παραπέρα απαιτούνται ενδογενής υπευθυνότητα και εγχώριος επιτελικός σχεδιασμός. Απαιτείται ένας ριζικά διαφορετικός τρόπος σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας.
«…Αν απ’ την κρίση δεν πυροδοτηθεί έγκαιρα συνολική οικονομική και μορφωτική εθνεγερσία, η Ελλάδα οδεύει ακάθεκτη σε μια νέα, τηρουμένων των σημερινών αναλογιών, μακροχρόνια τουρκοκρατία…», έγραψε πριν καιρό ο έγκριτος στοχαστής Παν. Γεννηματάς και μάλλον βλέπει σωστά. Πόσοι όμως τον καταλαβαίνουν, είναι το ερώτημα;