Η σταδιακή κυριαρχία της Κίνας στην Αφρική, η επιρροή της στην Ασία και το οικονομικό της βάρος έναντι της Δύσης, κάνουν την υπό εκκόλαψη κινεζική κομμουνιστική αυτοκρατορία, προπομπό μιας νέας εποχής. Αλλά και του νέου Ψυχρού Πολέμου.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν ο Λένιν έγραψε το δοκίμιο του για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, συνειδητά ίσως απέφυγε να προσδιορίσει για ποιόν καπιταλισμό μιλούσε.
Επρόκειτο γι΄ αυτόν των πάλαι ποτέ «καπετάνιων της βιομηχανίας», η για τον κρατικό κομματικό καπιταλισμό των μπολσεβίκων; Στις μέρες μας, για τον Κινέζο πρόεδρο Χίλια, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ο προς ώρας πετυχημένος κομματικός καπιταλισμός της Κίνας, μέσω της ιμπεριαλιστικής του επέκτασης, φιλοδοξεί να γίνει και ανώτατο στάδιο μιάς διαδικασίας που ξεκίνησε 45 χρόνια πρίν και που ελάχιστοι κατάλαβαν ποιούς στόχους είχε. Ωστόσο οι τελευταίοι είχαν δηλωθεί ξεκάθαρα από τους Κινέζους εμπνευστές της.
Μια αναλυτική ματιά στην πορεία, τα έργα και τις επιλογές του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, καταλήγει σε μια και μόνο βασική διαπίστωση: ο εφαρμοσμένος μαρξισμός-λενινισμός, στην Κίνα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επικίνδυνη για την ανθρώπινη ζωή τακτική κατάληψης και διατήρηση της εξουσίας, η οποία όμως απέχει έτη φωτός από τη ρωσική μονολιθικότητα και ιδεολογική αγκύλωση.
Και από την άποψη αυτή, ο κινεζικός κομμουνισμός, πέτυχε διάνα. Διότι βλέποντας τις τραγικές αποτυχίες του στις πρώτες φάσεις της εγκαθίδρυσης του στην αχανή Κίνα, αποφάσιζε σε κάποια φάση, να ακολουθήσει τις δυτικές αρχές παραγωγής πλούτου, με ενσωμάτωση κινεζικού τύπου στην διεθνή αγορά.
Μέσα σε πενήντα χρόνια έτσι, κατάφερε να μετατρέψει μια αγροτική χώρα στην πρώτη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη και στη δεύτερη πλουσιότερη χώρα του, από πλευράς συνολικού ΑΕΠ.
Σήμερα δε, ο ιδιότυπος κινεζικός καπιταλισμός, εξαπλώνεται σχετικά γρήγορα και φιλοδοξεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση τόσο στην Ασία όσο και στην Αφρική. Διαθέτει δε αρκετά μέσα για να πετύχει τους στόχους του, οι οποίοι ήδη μεταβάλλουν το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό πεδίο.
Στο πλαίσιο αυτό, απροσδόκητος σύμμαχος του κινεζικού νεοϊμπεριαλισμού, είναι ο κορωνοϊός και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προκαλεί στην Αφρική. Ως γνωστόν η κινεζική οικονομική παρουσία στη «Μαύρη ήπειρο» είναι μεγάλη.
Υπολογίζεται ότι η Κίνα κατέχει το 30% των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ηπείρου και ελέγχει πάνω από 70% του εξωτερικού της εμπορίου. Επίσης οι κινέζικες άμεσες επενδύσεις αντιπροσωπεύουν το 60% του συνόλου, με αποτέλεσμα το βρετανικό περιοδικό «Economist» να κάνει λόγο για μια νέου τύπου αποικιοκρατία.
Σε αυτήν έρχεται να προστεθεί τώρα και το συνολικό αφρικανικό εξωτερικό χρέος. Όπως προκύπτει από στοιχεία βρετανικών και αμερικανικών τραπεζικών ιδρυμάτων, μέσω της Πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI), μόνον τη διετία 2017-2018 η Κίνα δάνεισε 160 δισ. δολάρια σε 64 αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ των οποίων και 12 αφρικανικές.
Αριθμοί σαν κι αυτούς τοποθετούν την Κίνα στην πρώτη βαθμίδα των διεθνών δανειστών. Από το 2017, για παράδειγμα, το Πακιστάν, έχει δανειστεί τουλάχιστον 21 δισεκατομμύρια δολάρια από την Κίνα, ή το 7% του ΑΕΠ του. Η Νότια Αφρική είχε δανειστεί περίπου 14 δισεκατομμύρια δολάρια, ή 4% του ΑΕΠ της. Και οι δύο χώρες, όπως και πολλές άλλες, οφείλουν πολύ περισσότερα στην Κίνα παρά στην Παγκόσμια Τράπεζα. Άλλες χώρες δε, λόγω αδυναμίας πρόσβασης τους στις κεφαλαιαγορές, οφείλουν σ ποσοστό του ΑΕΠ τους ακόμη περισσότερα στην Κίνα,που υπό τοκογλυφικούς όρους τις δάνεισε.
Εκτιμούμε ότι μέχρι το 2017, τα χρέη του Τζιμπουτί π.χ. προς την Κίνα ανήλθαν στο 80% του ΑΕΠ του και Αιθιοπίας ανερχόταν σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ της.
Ας σημειωθεί επίσης ότι τα δάνεια αυτά έχουν και αρκετά υψηλό επιτόκιο, με αποτέλεσμα η αποπληρωμή τους σήμερα να είναι πέρα για πέρα προβληματική.
Στο επίπεδο αυτό έτσι, τον τελευταίο καιρό, μπροστά στην αδυναμία της Αφρικής αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών και αντιμετωπίσουν την πανδημία, η Κίνα σκέφτεται να χρησιμοποιήσει το χρέος ως εργαλείο ανόδου της επιρροής της.
Την ώρα έτσι που στο επίπεδο των 20 πιο πλούσιων χωρών του κόσμου γίνεται πολύς λόγος για παγώματα και αναδιαρθρώσεις χρεών των αναπτυσσομένων χωρών, η Κίνα ναι μεν συμφωνεί επί της αρχής, πλην όμως θέλει να ακολουθήσει τη δική της ιδιαίτερη πολιτική.
Είναι δε σαφές ότι στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν και οι ανάλογες απαιτήσεις από την κινεζική ηγεσία, η οποία επιδιώκει αδρά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα.
Περιττόν δε να τονιστεί ότι η κινεζική παρουσία και επιρροή στην Αφρική δεν πρέπει να αφήσει αδιάφορη και την Ελλάδα, καθ΄ όσον σοβαρές προσπάθειες για σχέσεις στην αφρικανική ήπειρο κάνει και η Τουρκία.
Η γειτονική μας χώρα επενδύει σοβαρά ποσά στην ανέγερση τζαμιών, βοηθάει ισλαμικές ομάδες με όπλα και ιδιωτική στρατιωτική τεχνική στήριξη και επενδύει σε ενεργειακές πηγές. Θα πρέπει έτσι να θεωρείται βέβαιο ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να βελτιώσει όσο πιο πολύ μπορεί τις σχέσεις της με την Κίνα, ανερχόμενη υπερδύναμη.
Εξάλλου, αμφότερες οι χώρες, συνταυτίζονται και στον πολιτικό αυταρχισμό που εφαρμόζουν και τον οποίον σε αγαστή συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν των αγιατολλάδων έχουν κάθε λόγο να τον επιβάλλουν και οικουμενικό σύστημα διακυβέρνησης.
Και αυτή η τελευταία είναι μια ιδιαίτερα σημαντική διάσταση των επιδιώξεων ενός ευρύτερου φάσματος αντιφιλελεύθερων και άρα αντιδημοκρατικών καθεστώτων του πλανήτη μας.
Καθεστώτα που μετά μια μάλλον σύντομη περίοδο αποδυναμώσης τους, σήμερα βλέπουν να σημαίνει εκ νέου η ώρα τους. Και στο επίπεδο αυτό ο νέος ψυχρός πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, με την Αμερική να παραπαίει και την Ευρώπη να προσπαθεί να καταλάβει ποιό ρόλο θα μπορούσε να παίξει, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.