Η χώρα μας βρέθηκε σε πρωτοφανή περιδίνηση λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και της κρίσης εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς. Οι εξελίξεις της προηγούμενης δεκαετίας μας έκαναν όλους σοφότερους και δημιούργησαν νέες βάσεις για τη λειτουργία του κράτους.
Της Μαριέττας Γιαννάκου*
Το εκλογικό σώμα, παρά την εύλογη κριτική, στην πλειονότητά του πλέον διαθέτει μία ρεαλιστική αντίληψη για την κατάσταση της χώρας. Οι πολίτες κατανοούν ότι οι δημόσιες πολιτικές δεν κρίνονται σύμφωνα με τα συμφέροντα των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, αλλά σύμφωνα με την επίδρασή τους στη βιωσιμότητα του κράτους.
Καθίσταται προφανές ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει. Μόνο ένα κράτος με ισχυρά θεμέλια μπορεί να διασφαλίσει εθνική ασφάλεια, κοινωνική συνοχή και ευημερία.
Στο προσεχές διάστημα μία νέα προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας έναντι της πανδημίας είναι στο επίκεντρο της κυβερνητικής δραστηριότητας. Οι προβλέψεις για την ύφεση το 2020, την ανεργία και τα εισοδήματα, δεν επιτρέπουν καμία ολιγωρία.
Ωστόσο, έχουμε στη διάθεσή μας δύναμη πυρός προερχόμενη από τα 32 δισ. περίπου του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU) της ΕΕ. Άφθονη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση έχει εισρεύσει και τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν πήγε χαμένη, όπως διατείνονται αρκετοί με επικριτική διάθεση.
Τα μεγάλα έργα υποδομής, η ανάπτυξη ορισμένων καινοτόμων κλάδων και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν μία εντελώς διαφορετική Ελλάδα.
Το βασικό πρόβλημα ενός κράτους στη σημερινή συγκυρία είναι ότι ο διεθνής ανταγωνισμός δεν επιτρέπει υστέρηση στη λήψη αποφάσεων και την παραγωγή κυβερνητικών αποτελεσμάτων. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τις πολιτικές μας με τους κυρίαρχους στόχους σε επίπεδο Ευρώπης.
Το Ταμείο Ανάκαμψης μας προσφέρει τέτοιους στόχους: EUdigital (ψηφιακές υποδομές, δεξιότητες, ανταγωνιστικότητα), Green Deal (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιώσιμα τρόφιμα, κυκλική οικονομία), καλά επιχειρηματικά σχέδια τα οποία δημιουργούν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας.
Η κυβέρνηση έπραξε απολύτως ορθά αναθέτοντας την αξιολόγηση των βασικών στόχων της οικονομικής ανάπτυξης στην Επιτροπή υπό τον κάτοχο Νομπέλ Οικονομίας Χρ. Πισσαρίδη.
Δεν απεμπόλησε βεβαίως, το δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις, αλλά χρειάζεται τις βέλτιστες εισηγήσεις, τα καλύτερα αντίδοτα για τα ειδικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται για ένα διαφορετικό παράδειγμα κυβερνητικής λειτουργίας, το οποίο στηρίζεται στην αναγνώριση ότι για τα σύνθετα προβλήματα τα οποία επιδρούν στον πυρήνα της λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας οι αποφάσεις πρέπει να στηρίζονται σε στερεές και τεκμηριωμένες παραδοχές.
Την περίοδο αυτή αρκετές κοινωνικές ομάδες, επαγγελματικοί κλάδοι και κόμματα ερίζουν για την προσέλκυση μέρους της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
Θα κριθεί, λοιπόν, εάν διδαχθήκαμε από το παρελθόν για να αποτρέψουμε τον εκ νέου εναγκαλισμό του κράτους από πάσης φύσεως προσοδοθήρες. Έχουμε πικρή πείρα από παρελθόν, οπότε κυριάρχησαν οι πολιτικές σκοπιμότητες και αγνοήθηκε η βιωσιμότητα του κράτους στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Ένα νομίζω ότι είναι σαφές. Το κράτος, βεβαίως, πρέπει να σταθεί αρωγός στις αναπτυξιακές προσπάθειες των δυναμικών και διεθνώς ανταγωνιστικών κλάδων της οικονομίας.
Ωστόσο, θα πρέπει κυρίως να εκτιμηθούν οι «εξωτερικότητες» από τη δραστηριότητα κάθε κλάδου, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο η ανάπτυξη ενός κλάδου δημιουργεί πολλαπλάσια οφέλη για την ανάπτυξη και άλλων κλάδων. Επιπλέον σημαντικές είναι οι κοινωνικές «εξωτερικότητες», δηλαδή η ενίσχυση περιοχών ή κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από ύφεση, χαμηλά εισοδήματα και μακροχρόνια ανεργία.
Καταλήγοντας, η φιλοδοξία της κυβέρνησης πρέπει να είναι να αφήσει μία ισχυρή παρακαταθήκη βιώσιμης ανάπτυξης για τη χώρα δίχως να εγκλωβιστεί σε μία εκτίμηση εκλογικού κόστους και ωφέλειας.
Αυτό έπραξε διαχρονικά η παράταξη αυτή και για τον λόγο αυτό απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της μεγαλύτερης και συμπαγούς βάσης πολιτών, οι οποίοι τη στηρίζουν σε σχέση με κάθε άλλη παράταξη στη χώρα.
*πρώην υπουργός