Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση οι παρατάξεις και κυρίως οι δύο βασικοί πυλώνες του δικομματισμού που μάχονται για την εξουσία επιδίδονται σε ένα ανηλεή πόλεμο με εκατέρωθεν βολές που ανεβάζουν στα ύψη το πολιτικό θερμόμετρο.
Γράφει ο Σπύρος Καπράλος
Στην προκειμένη περίπτωση τα στελέχη και οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ κοντράρονται σε καθημερινή βάση στη τηλεοπτικά πάνελ, αλλά και στις πλατφόρμες των social media, τα οποία έχουν μπει δυναμικά στις προεκλογικές καμπάνιες.
Οι συσπειρώσεις των ψηφοφόρων αυξάνονται, όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, ενώ στο επίκεντρο της στρατηγικής της Πειραιώς και της Κουμουνδούρου έχει τεθεί η δεξαμενή των αναποφάσιστων, η οποία πρόκειται να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Το ζητούμενο ωστόσο σ’ αυτήν την προσέγγιση σχετίζεται με το κατά πόσο οι υψηλοί τόνοι και η επαναλαμβανόμενη σκανδαλολογία βοηθούν στο να πείσουν τους λεγόμενους μετριοπαθείς ψηφοφόρους είτε ανήκουν στην κεντροδεξιά, είτε στην κεντροαριστερά.
Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσδοκά σε συγκεκριμένες λύσεις πάνω στα μείζονα προβλήματα που το απασχολούν παρά σε ανούσιες κοκορομαχίες που γίνονται για τα μάτια του κόσμου, ενώ στο τέλος δεν έχουν και καμία ουσία. Ένα τέτοιο ακροατήριο είναι οι νέοι, που σήμερα αγωνιούν για το μέλλον τους, την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την δύσκολη διαχείριση της καθημερινότητας και την ανάγκη να βρουν μια στέγη για να κάνουν πράξη τα όνειρα τους.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η νεολαία ειδικά μετά από το δυστύχημα των Τεμπών θα τοποθετηθεί κριτικά απέναντι στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα και κυρίως απέναντι στην Κυβέρνηση. Η κυβερνητική παράταξη χρειάζεται να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο για να πείσει τις ηλικίες 17 έως 27. Γι’ αυτό η εμμονή σε άγονες κόντρες στο twitter πρέπει να μετατραπεί σε ένα θετικό πολιτικό αφήγημα για την επόμενη μέρα, με κοστολογημένες προτάσεις και σαφείς απαντήσεις για τις προτεραιότητες τους.
Σ’ αυτό το πεδίο η Νέα Δημοκρατία έχει το πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και εκεί οφείλει να επενδύσει τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, ώστε στο τέλος του δρόμου να καταφέρει να συστρατεύσει στο άρμα της ένα δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.