Πέθανε σε ηλικία 81 ετών ο Βόλφγκανγκ Σοίμπλε, από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες της γερμανικής πολιτικής σκηνής τις τελευταίες δεκαετίες και επί σειρά ετών υπουργός Οικονομικών της χώρας.
Ο Σόιμπλε απεβίωσε στο σπίτι του το απόγευμα της Τρίτης γύρω στις 8 μ.μ., δήλωσε η οικογένειά του στο Γερμανικό Πρακτορείο.
Στη μακρόχρονη πολιτική του καριέρα, ο Σόιμπλε υπήρξε υπουργός, αρχηγός του CDU, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας και πρόεδρος της γερμανικής Bundestag. Οπως σημειώνει η γερμανική «Die Welt», κανείς δεν παρέμεινε βουλευτής για μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι εκείνος.
Ο Σόιμπλε γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1942 στο Φράιμπουργκ. Σπούδασε Νομική, αλλά σύντομα επέλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο της πολιτικής. Εντάχθηκε στο CDU το 1965. Το 1972 ανέλαβε για πρώτη φορά θητεία στην Bundestag, όπου υπηρέτησε χωρίς διακοπή μέχρι τον θάνατό του.
Η γερμανική πολιτική συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με το όνομα του Σόιμπλε για δεκαετίες. Υπό τον Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ (CDU), ήταν αρχικά επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας και Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Καθηκόντων και από το 1989 έως το 1991 Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών.
Ο Σόιμπλε βοήθησε στη διαπραγμάτευση για τη συνθήκη ενοποίηση στη ΛΔΓ μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από έναν ψυχικά διαταραγμένο άνδρα τον Οκτώβριο του 1990, ο Σόιμπλε είχα καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι, αλλά η πολιτική του καριέρα συνεχίστηκε.
Για την Ελλάδα βέβαια – και όχι μόνο –, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε μάλλον η προσωποποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας και πολύ λίγοι στον ευρωπαϊκό Νότο ήταν διατεθειμένοι να του αναγνωρίσουν ως ελαφρυντικό το... ευγενές κίνητρο που επικαλείτο: τη σωτηρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Σόιμπλε επικρίθηκε επίσης για τις συστάσεις του περί λιτότητας. Τέτοιου είδους επικριτικά σχόλια επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι η επιμονή του Σόιμπλε στις πολιτικές λιτότητας έρχεται σε αντίθεση τόσο με τις εμπειρικές αποδείξεις πως οι πολιτικές στις οποίες επέμενε είχαν συρρικνώσει την ελληνική οικονομία κατά 25% όσο και από τις εκθέσεις του ΔΝΤ οι οποίες επέμεναν ότι μόνο μια μαζική ελάφρυνση του χρέους, και όχι μια περαιτέρω λιτότητα, θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική.