Στις 170.000 ανέρχονται οι αιτήσεις για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη, που έχουν συσσωρευτεί στα δικαστήρια δοκιμάζοντας τις αντοχές όχι μόνο των δανειοληπτών και των τραπεζών αλλά και του δικαστικού συστήματος.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή οι υποθέσεις που έχουν προγραμματιστεί να εκδικαστούν την προσεχή διετία 2017 -2018 είναι 100.000 πάνω από τις μισές υποθέσεις που έχουν κατατεθεί και εκκρεμούν στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, μέσω του οποίου αναμένεται ότι θα ρυθμιστούν δάνεια συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ.
Αυτό υπολογίζεται ότι είναι το ύψος δανείων που αφορούν οι 170.000 αιτήσεις ένταξης στον νόμο και οι οποίες θα εκδικαστούν στην πλειονότητά τους τα επόμενα χρόνια. Η εμπροσθοβαρής εξέταση των αιτήσεων είναι αποτέλεσμα της πρόσφατης αλλαγής του νόμου, που υποχρέωσε τα Ειρηνοδικεία να επισπεύσουν κατά μία τριετία τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, συνωστίζοντας τον κύριο όγκο των υποθέσεων.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα η εικόνα που προκύπτει από τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια της χώρας και οι οποίες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανέρχονται σε περίπου 40.000, απέχει από τη γενικευμένη εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι ο νόμος Κατσέλη αποτελεί πλυντήριο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που καταχρηστικά ζητούν τη διευθέτηση των οφειλών τους.
Αν και πολλοί είναι εκείνοι που επιχείρησαν να ενταχθούν στον νόμο με στόχο να κερδίσουν ασυλία, η συσσωρευμένη εμπειρία που έχει αποκτηθεί πλέον στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας, περιορίζει τις πιθανότητες καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το ποσοστό εκείνων που επιτυγχάνουν πλήρη άφεση αμαρτιών, δηλαδή πλήρη απαλλαγή από το χρέος τους, είναι μηδαμινό και δεν ξεπερνά το 0,5%.
Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό αιτήσεων που φθάνει το 30%-35%, δηλαδή μία στις τρεις απορρίπτεται είτε για λόγους τυπικούς είτε για λόγους ουσίας, δικαιώνοντας δηλαδή την τράπεζα ως προς τις διεκδικήσεις της απέναντι σε δανειολήπτες.
Οπως αναφέρει η Καθημερινή, πρόκειται για περιπτώσεις που απορρίπτονται ως αβάσιμες, ανειλικρινείς ή απαράδεκτες. Μία αίτηση μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμη γιατί κάποιος διαπιστώθηκε ότι ενήργησε δόλια.
Είναι χαρακτηριστική περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου που αξιολογήθηκε ως δόλια, κρίνοντας ότι υπερχρεώθηκε γνωρίζοντας ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούσαν για να αποπληρώσει τις οφειλές του.
Αντίστοιχα μπορεί κάποιος να κριθεί ως ανειλικρινής γιατί απέκρυψε περιουσία ή γιατί ενώ έχει την εμπορική ιδιότητα έκανε αίτηση ένταξης στον νόμο.
Η έννοια της απαράδεκτης αίτησης αποτελεί μια πιο απλή περίπτωση απόρριψης της αίτησης, που δίνει στον δανειολήπτη το δικαίωμα να επανέλθει στη διαδικασία, αφού προηγουμένως συμπληρώσει τα απαραίτητα στοιχεία.