Δεν είναι λίγες οι φορές που οι εσωτερικές διαμάχες στην πολιτική είναι πολύ πιο έντονες από την αντιμετώπιση κομματικού αντιπάλου. Αυτό συμβαίνει διαχρονικά και ξεδιπλώνεται με τόσο έντονο τρόπο, που οδηγεί ακόμα και στην αντικατάσταση πρωθυπουργού!
Πόσο μάλλον σε μια περίοδο, καταστροφική για τον τόπο, όταν η τότε «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», που είχε κερδίσει το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές, επανέφερε– μ’ ένα (ο Θεός να το κάνει…) δημοψήφισμα, στο θρόνο τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ και πραγματοποιούσε πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή, χωρίς να πιστεύει στο όραμα της Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών που είχε δημιουργήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος…
Αθήνα, 25 Μαρτίου 1921, από την προηγούμενη μέρα η πρωτεύουσα είχε φορέσει τα γιορτινά της για να τιμήσει τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία: Από τις 3 μετά το μεσημέρι, όπως περιέγραφε ο Τύπος της ημέρας «τα καταστήματα ήρχισαν κλείοντα, τα διάφορα γραφεία επίσης. Αι πλατείαι Ομονοίας και Συντάγματος, αι οδοί Σταδίου, Ερμού και Πανεπιστημίου την 5ην απογευματινήν ώραν είχον πλέον κατακλυσθεί από ανθρώπινα κύματα συνεχώς κινούμενα και αδιαλείπτως διαδεχόμενα άλληλα»!
Ταυτόχρονα, γινόταν στέψη των αγαλμάτων, τόσο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των Ιερολοχιτών στο Πεδίον του Άρεως, παρουσία του βασιλιά, όσο και στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, μπροστά από την τότε Βουλή, με παρόντες τον διάδοχο Γεώργιο και τους πρίγκιπες Νικόλαο, Ανδρέα και Χριστόφορο. Κάπου ανάμεσα τους ήταν o πρωθυπουργός Νικόλαος Καλογερόπουλος, μαζί με τους άλλους ηγέτες της δεξιάς παράταξης και υπουργούς του, οι οποίοι, όμως, προετοίμαζαν επιμελώς την αντικατάστασή του.
Το ξημέρωμα της εθνικής επετείου έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά το υπερωκεάνιο «Πατρίς», μεταφέροντας 29 αξιωματικούς και 1.536 οπλίτες τραυματίες, τους ήρωες του Εσκί Σεχίρ, τη στιγμή που συμπολεμιστές τους επιχειρούσαν στην Κιουτάχεια. Οι Αθηναίοι ξύπνησαν από τους κανονιοβολισμούς ακούγονταν από το Λυκαβηττό, ενώ έξω από τον Ιερό Καθεδρικό Ναό, στις 10 το πρωί, όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή των υψηλών προσκεκλημένων για τη δοξολογία.
Εκεί, από νωρίς είχαν παραταχθεί στην πλατεία Μητροπόλεως οι Ναυτικοί Δόκιμοι, στην οδό Ευαγγελιστρίας οι Ευέλπιδες, τμήμα της Ερμού κάλυπταν οι μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής. Τελετάρχης ήταν ο δήμαρχος Αθηναίων Γεώργιος Τσόχας (της κυβερνώσας παράταξης κι εκείνος), ο οποίος στις 10.15 π.μ. υποδέχθηκε σύσσωμο το αλληλοσπαρασσόμενο Υπουργικό Συμβούλιο και ένα τέταρτο μετά, άρχισαν να καταφθάνουν οι άμαξες των ανακτόρων.
Τόσο πριν όσο και μετά τη δοξολογία, το πλήθος μη έχοντας ουσιαστική πληροφόρηση για τα… κατορθώματα των (νέων, από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920) κυβερνώντων του, παρότρυνε τους επισήμους να φτάσουν «και στην Πόλη, και στην Αγιά Σοφιά του χρόνου»! Που να ήξερε τι θα συνέβαινε ενάμιση χρόνο μετά…
Μόλις ολοκληρώθηκε η τελετή –στρατιωτικές παρελάσεις δεν γίνονταν τότε, καθιερώθηκαν αργότερα, την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά- οι επίσημοι με τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο και τον μητροπολίτη Αθηνών (ο τίτλος αρχιεπίσκοπος δόθηκε μια διετία μετά, από την επαναστατική κυβέρνηση, στον διάδοχό του) Θεόκλητο, μετέβησαν στα ανάκτορα για τις καθιερωμένες ευχές κι ακολούθως, στο Πανεπιστήμιο για τον πανηγυρικό της ημέρας.
Εκεί, μίλησε ο καθηγητής Παύλος Καρολίδης (οι παλαιότεροι, θα θυμούνται ότι η πλειοψηφία των σχολικών χαρτών έφερε την υπογραφή του) και τη σειρά πήρε, παρόντος του βασιλιά, η στέψη του ανδριάντα του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, με προσφώνηση του πρώην πρύτανη Ιωάννη Μεσολωρά αλλά και του Ρήγα Φεραίου, με χαιρετισμό του Θεόφιλου Βορρέ, μετέπειτα προέδρου της Ακαδημίας.
Σειρά στον επίσημο εορτασμό της εκατονταετηρίδας είχε, μετά τη μεσημβρινή ανάπαυλα, κάτι που δεν συνηθίζεται στις μέρες μας: Το σύνολο των επισήμων κατευθύνθηκε προς το Α’ νεκροταφείο, όπου τελέστηκαν τρισάγια στους τάφους των Οδυσσέα Ανδρούτσου, Κωνσταντίνου Κανάρη, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Αδαμάντιου Κοραή, Ανδρέα Μεταξά και Εμμανουήλ Ξάνθου, οι οποίοι υπάρχουν ακόμα στο ίδιο σημείο.
Παράλληλες δεήσεις έγιναν και στα μνήματα των Κυριάκου Κουμπάρη, Ιωάννη Κωλέττη, Ανδρέα Λόντου, Γιάννη Μακρυγιάννη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ρήγα Παλαμήδη, Κίτσου Τζαβέλλα, Ριχάρδου Τζορτζ, Χριστόδουλου Χατζηπέτρου και Βούλγαρη Χατζηχρήστου αλλά με χαμηλότερη ιερατική και πολιτική εκπροσώπηση.
Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν πια 5 το απόγευμα, οι δεήσεις είχαν ολοκληρωθεί και μαζί τους η προτελευταία επίσημη εκδήλωση, με την κατάθεση στεφάνου στο οστεοφυλάκιο του Γρηγορίου Ε’, στη Μητρόπολη. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με δεξίωση στο Δημαρχείο αλλά στην πορεία προς την πλατεία Λουδοβίκου (έτσι ονομαζόταν τότε, εκείνη, στην οποία στεγάζεται και σήμερα) πέντε υπουργοί… έχασαν το δρόμο. Κι αντί για την πλατεία Εθνικής Αντίστασης-Κοτζιά, βρέθηκαν στο Υπουργείο Στρατιωτικών (βασική φωτογραφία)!
Συγκεντρώθηκαν εκεί, στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας (Κηφισίας ονομαζόταν τότε και σε αυτό το σημείο η λεωφόρος, αφού η Σοφία βρισκόταν εν ζωή κι ήταν εν ενεργεία βασίλισσα) με την Ακαδημίας, πέραν του οικοδεσπότη υπουργού Δημητρίου Γούναρη, ο επί των Ναυτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο Επισιτισμού και Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Γεωργίας Γεώργιος Μπαλτατζής και ο Εσωτερικών και Συγκοινωνίας Παναγής Τσαλδάρης. Με συνοπτικές διαδικασίες επικύρωσαν, κάτι που συζητούσαν το τελευταίο χρονικό διάστημα: Την «καρατόμηση» του πρωθυπουργού Καλογερόπουλου!
Μισή ώρα αργότερα, ο Θεοτόκης έγινε δεκτός από τον Κωνσταντίνο στην Ηρώδου Αττικού. Μέχρι τις 7 συζητούσαν οι δυο τους, όταν έφτασε κι ο υπουργός Στρατιωτικών. Η συνάντηση των τριών διήρκεσε τριάντα λεπτά και 21 ώρες αργότερα ο Γούναρης ορκίστηκε πρωθυπουργός, με υπουργούς και τους υπόλοιπους της παρέας!
Και το παιχνίδι της μοίρας: Τέσσερις (Γούναρης, Θεοτάκης, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής) από τους πέντε «συνωμότες» που έριξαν τον Καλογερόπουλο, εκτελέστηκαν στις 15 Νοεμβρίου 1922, μετά τη «δίκη των Έξι», ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής…
Μόνο ο πέμπτος (Τσαλδάρης) είχε καλύτερη τύχη αφού διαδέχθηκε τον Γούναρη στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος!