Θα αρχίσω 4 ημέρες νωρίτερα: 20 Ιουλίου 1974, ένα ζεστό ακόμα ήρεμο καλοκαίρι , 43 χρόνια πριν. Πρωινές ώρες, κάνω μπάνιο στην παραλία των Διγελιωτίκων, έξω από το Αίγιο, μαζί με την αγαπημένη μου φίλη, την αξέχαστη Κατερίνα Γώγου σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε ο πατέρας της για παραθέρισμα.
Του Φάνη Ζουρόπουλου*
Από ένα μικρό τρανζιστοράκι δίπλα μας ακούμε λαϊκά τραγούδια. Ξαφνικά το πρόγραμμα διακόπτεται και ένας εμφανώς ταραγμένος εκφωνητής μας ανακοινώνει ότι «κηρύχθηκε γενική επιστράτευση» και οι έχοντες απολυτήρια με χρώμα άσπρο, μπλε και δεν θυμάμαι τις άλλο χρώμα πρέπει να παρουσιαστούν αμέσως στις μονάδες που αναφέρονται στο απολυτήριο ή στο μπέικ-μπούκ που το συνόδευε…
Έχοντας υπηρετήσει στο Ελληνικό στράτευμα τη δεκαετία 1968-1970 είμαι μέσα στους υποχρεωτικά επιστρατευθέντες.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν θυμάμαι το χρώμα του απολυτηρίου και το χειρότερο το απολυτήριο βρίσκεται στο σπίτι μου στην Αθήνα, όπου έμενα τότε, φοιτητής ακόμα της σχολής Δημοσιογραφίας, στο μοναδικό τότε εργαστήρι σπουδών Δημοσιότητας και Δημοσιογραφίας, που είχε ιδρύσει ο αείμνηστος Σπύρος Μελάς, στην γωνία των οδών Ακαδημίας και Σινά…
Αστραπή βρίσκομαι στο φαρμακείο της αδελφής μου στην Οδό Κλ. Οικονόμου 24, όπου βρίσκονται και ο πατέρας μου Άγγελος και ο θείος μου Πάνος Μεντζελόπουλος επί 15 χρόνια Δήμαρχος Αιγίου που τον είχε ξηλώσει η Χούντα το 1967.
Στην πόλη επικρατεί πανικός, όλοι τρέχουν να μάθουν, μοναδική πηγή ενημέρωσης οι κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και η ΥΕΝΝΕΔ που μεταδίδουν συνεχώς την ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και κάποιες νέες πληροφορίες, ότι όσοι υποχρεούνται να καταταγούν μπορούν να επιτάξουν ότι μέσο μεταφοράς βρουν μπροστά τους ή να χρησιμοποιήσουν όποιο μέσο μαζικής μεταφοράς υπάρχει ακόμα…
Ρωτάω τον πατέρα και τον θείο (σφόδρα αντιχουντικοί και οι δύο) αν πρέπει να πάω ή ήταν καλύτερα να εξαφανιστώ, μη υπακούοντας στα κελεύσματα της Χούντας του Ιωαννίδη.
Με συμβούλευσαν και οι δύο ότι είναι μεγάλο ρίσκο να μην παρουσιαστώ γιατί οι συνέπειες θα ήταν σκληρές και επικίνδυνες (λιποταξία, άρνηση επιστρατεύσεως κλπ).
Εν τω μεταξύ στην Κύπρο χυνόταν αίμα…
Αποφασίζω να πάω, αλλά ακόμα δεν ξέρω που, γιατί το απολυτήριο που δεν θυμάμαι τι χρώμα είναι (!) βρίσκεται σπίτι μου στην οδό Α. Μεταξά 4 στα Εξάρχεια. Παίρνω το αυτοκίνητο, τηλεφωνώ στην Κατερίνα που μου λέει ότι θα έρθει μαζί μου, ότι και να γίνει… Περνάω την παίρνω από τα Διγελιώτικα και φεύγουμε με όση ταχύτητα ανέπτυσσε το αυτοκίνητο ( ήταν ένα FIAT 125…).
Κάπου στην έξοδο του Αιγίου μας κάνει ωτοστόπ ένας σμηνίτης με πολιτικά που κρατούσε στα χέρια την στολή του και τα παπούτσια του, αδειούχος που έπρεπε να επιστρέψει στην Τανάγρα που υπηρετούσε… Τον βάζουμε πίσω και συνεχίζουμε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος φορτηγά, λεωφορεία, ταξί, τρακτέρ ακόμα και δίκυκλα, άλλα προς Αθήνα άλλα προς Πάτρα, όλοι έτρεχαν ασυντόνιστα, σε πολλά φορτηγά κρεμόντουσαν και από τις καρότσες άνθρωποι… Χάος!
Με τα πολλά φτάσαμε στο Χαϊδάρι, όπου κατέβηκε ο σμηνίτης και συνεχίσαμε. Κάπου εκεί στην πλατεία Καραϊσκάκη είχε κλείσει ο δρόμος και μας έστειλαν προς τον σταθμό Πελοποννήσου, όπου βρεθήκαμε μπροστά σε ένα πλήθος δεκάδων χιλιάδων αλλοφρόνων που έτρεχαν προς το σταθμό όπου περίμεναν τρένα για τα βόρεια…
Ήταν τόσο το πλήθος, που ακινητοποιηθήκαμε γιατί μας περικύκλωσαν… Ένα ετερόκλητο πλήθος… ημίγυμνων ανθρώπων γιατί τους περισσότερους τους βρήκε στις παραλίες η ανακοίνωση, και έσπευσαν να ανταποκριθούν στο «κάλεσμα της Πατρίδας»…
Το θέαμα ήταν και κωμικό: ένας μπροστά μας έτρεχε με το μαγιό κρατώντας στα χέρια του τα… βατραχοπέδιλα του, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι του έλαχε!… Βάλαμε τα γέλια βέβαια!… Μετά από ώρα, απεγκλωβιστήκαμε, φθάσαμε στα Εξάρχεια, βρήκα το απολυτήριο: ήταν άσπρο και έπρεπε να παρουσιαστώ στο Μεσολόγγι!…
Πάλι πίσω, στην ίδια κόλαση του δρόμου, με τρελαμένους οδηγούς και χιλιάδες αδέσποτα οχήματα… Βραδινές ώρες φθάσαμε στο Αίγιο.
Άφησα την Κατερίνα και το αυτοκίνητο και βγήκα στην τότε εθνική οδό Πατρών-Κορίνθου. Ένα επιταγμένο λεωφορείο του Αστικού ΚΤΕΛ Αθηνών που πήγαινε Γιάννενα σταμάτησε, με πήρε και με ξεφόρτωσε στο Μεσολόγγι, περασμένα μεσάνυχτα… Ρωτήσαμε που ήταν η μονάδα, ήταν και άλλοι για Μεσολόγγι, μας έδειξαν μπήκαμε μέσα…
Κανείς δεν μας υποδέχτηκε, κανείς δεν μας κατέγραψε, ούτε ρούχα μας έδωσαν, ούτε φαγητό, ούτε κρεβάτι, όπου βρήκαμε κοιμηθήκαμε…
Το πρωί ξεθαρρέψαμε, βγήκαμε στη πόλη φάγαμε και ήπιαμε στις ταβέρνες, γυρίσαμε μέσα, κανείς ανώτερος, κάποιοι υπαξιωματικοί μονιμάδες που δεν ήξεραν τι τους γίνεται …
Τα ίδια και το δεύτερο βράδυ. Ταβέρνες, ποτά και κουβέντα… Το πρωί της τρίτης ημέρας, μας ξύπνησαν τα μεγάφωνα που μας ανακοίνωσαν να πάμε στην έξοδο του στρατοπέδου γιατί θα μας… μεταθέσουν στα Έμπεδα Χαλκίδας.
Βγήκαμε, υπήρχαν κάποια επιταγμένα λεωφορεία, μπήκαμε μέσα με τις σαγιονάρες οι περισσότεροι και τα πολιτικά εννοείται, φύγαμε για Χαλκίδα. Φθάσαμε το απόγευμα, τα ίδια και εκεί. Κανείς να μας υποδεχτεί, να μας πει τι θα κάνουμε, γιατί μας κάλεσαν; Το πρωί της επομένης 24 Ιουλίου, τα πράγματα αγρίεψαν από δική μας σκοπιά! Αρχίσαμε να βρίζουμε κάτι λοχίες και ανθυπασπιστές, απειλώντας ότι θα φύγουμε, αν δεν μας πουν ποιος ήταν ο σκοπός της επιστράτευσης…
Μετά από έντονους διαλόγους εμφανίστηκε ένας ταγματάρχης, που τ’ άκουσε και αυτός χοντρά… Γαλλικά και έντρομος μας είπε «όποιος θέλει να φύγει και έχει μέσο να φύγει, οι άλλοι να περιμένουν τα λεωφορεία να σας πάνε στην Αθήνα». Αυτό ήταν, είσαστε ελεύθεροι από μια παρωδία επιστράτευσης, που όμοια δεν πρέπει να έχει ξαναζήσει ο Ελληνικός Στρατός… Έφυγα με το λεωφορείο.
Στην είσοδο της Αθήνας, κάπου εκεί στον κόμβο Κηφισίας, πέσαμε σε φρακάρισμα. Χιλιάδες αυτοκίνητα επέστρεφαν προς Αθήνα και είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Κατέβηκα από το λεωφορείο και περπατώντας δίπλα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άκουσα από το ραδιόφωνο του ανοιχτού παραθύρου ενός Ι.Χ. ότι «τις βραδινές ώρες απόψε αναμένεται να φθάσει στην Αθήνα ο Τέως Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κληθείς από τις ένοπλες δυνάμεις να αναλάβει την διακυβέρνηση της Χώρας»!… Ακολούθησαν φωνές και χειροκροτήματα, η Χούντα είχε πέσει… Γύρω στα μεσάνυχτα, φθάσαμε επιτέλους στην Αθήνα όπου η είδηση της πτώσεως της Χούντας είχε διαδοθεί και γίνονται, πανζουρλισμός…
Πήγα κατευθείαν στο Σύνταγμα, περίμενα και εγώ μαζί με χιλιάδες την έλευση του «σωτήρα».Γύρω στις 3 και κάτι, κρεμασμένος στα παράθυρα της «Μεγάλης Βρετανίας» είδα το κεφάλι του Καραμανλή, περιτριγυρισμένο από δεκάδες αστυνομικούς να μπαίνει στο ιστορικό ξενοδοχείο, και από εκεί να πηγαίνει στο κτίριο της Βουλής για να ορκιστεί από τον Γκιζίκη και τον μακαριστό Σεραφείμ… με παρόντες και πολλούς πολιτικούς της παλιάς φρουράς…
Μόλις ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απεσύρθη για λίγο στη σουίτα της «GB» ο αείμνηστος Τάκης Λαμπρίας, άτυπος ακόμα κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε δύο λόγια στους δημοσιογράφους που τον στρίμωξαν στην είσοδο, όπου είχα παρεισφρήσει και εγώ… «Σε λίγο θα ανακοινωθεί η προσωρινή κυβέρνηση εθνικής ενότητας» είπε ο Τάκης «… και το μεσημέρι θα ορκιστεί» συνέχισε… Ποια θα είναι η πρώτη ενέργεια του νέου Πρωθυπουργού; τον ρώτησαν. «Μα να διατάξει την εκκένωση του λεκανοπεδίου από τα τεθωρακισμένα» είπε και χάθηκε, για να μην πει άλλα, 3 μέρες ξενύχτης και αυτός…
Σε λίγο, από την έξοδο της σημερινής Βουλής είδα ένα τζιπ της ΕΣΑ με τον Γκιζίκη να φεύγει, και σε λίγο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο να τραβάει προς την Ξενοκράτους οδηγώντας ο ίδιος την ιστορική άσπρη Μερσεντές.
Ο ήλιος είχε βγει όταν έφθασα στα Εξάρχεια για ύπνο. Το ημερολόγιο έγραφε 24 Ιουλίου 1974, είχε ξημερώσει η ημέρα που θα έμενε στην Ιστορία σαν η ημέρα «που αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία» στην Ελλάδα, από την 7Χρόνη παρένθεση μιας ηλίθιας Χούντας!…
(Ήταν ένα πολιτικό ρεπορτάζ που γράφεται με καθυστέρηση 43 χρόνων και δεν περιλαμβάνει λέξεις όπως ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ κλπ., απλούστατα γιατί δεν υπήρχαν αφού είναι δημιουργήματα αυτής της «μεγάλης ημέρας»…
Καλό θα ήταν όμως αυτά τα δημιουργήματα της μεταπολίτευσης, με τα κομματόσκυλα τους, τους συνδικαλιστές τους, τους παράγοντες και τους παραγοντίσκους τους να σκεφθούν- και αν δεν ξέρουν την ιστορία τότε να ρωτήσουν-τι σήμαινε για το 1974 η φράση «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας». Και μήπως ήλθε πάλι η ώρα 43 χρόνια μετά να την ξαναχρησιμοποιήσουν.)…
* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.