Όσο πιο συντεχνιακή είναι η δομή μίας οικονομίας και κοινωνίας τόσο δυσκολότερες γίνονται οι μεταρρυθμίσεις, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεργία.
Η ανάπτυξη ομάδων ειδικών συμφερόντων οδηγούν στην ακαμψία της κοινωνίας, στην απουσία μεταρρυθμίσεων και στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας, που έχουν ως αποτέλεσμα την σταδιακή παρακμή της οικονομίας και της κοινωνίας.
Των Γ. Ατσαλάκη και Κ. Ζαπουνίδη*
Οι κυβερνήσεις επηρεάζονται συστηματικά από τις ομάδες συμφερόντων, τις εκκλήσεις και τις πιέσεις των μικρών ομάδων που είναι ικανές να οργανώνονται αρκετά γρήγορα και αποτελεσματικά. Η δημιουργία ανεργίας που οφείλεται στην δράση των ομάδων συμφερόντων αποτελεί σημαντική πηγή οικονομικής ανισότητας.
Σε περίπτωση μείωσης της ζήτησης, είτε από τον απροσδόκητο αποπληθωρισμό είτε από κάποιο άλλο απροσδόκητο πλήγμα, χρειάζεται σημαντικός χρόνος σε μερικές κοινωνίες για να προκύψει μία μεταβολή τιμών στα νέα προσαρμοσμένα επίπεδα που θα επιφέρει το πλήγμα.
Το αποτέλεσμα είναι ελάττωση στην ζήτηση αγαθών, εργασίας και άλλων συντελεστών παραγωγής σε όλη την οικονομία: δηλαδή υπάρχει ύφεση ή κρίση.
Η σύναψη καρτέλ από τις ομάδες συμφερόντων αυξάνει την ανελαστικότητα των τιμών, με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα να υφίσταται περισσότερη ανεργία και μεγαλύτερη απώλεια παραγωγής για κάθε δεδομένη μείωση στην συνολική ζήτηση.
Τα στατιστικά στοιχεία μαρτυρούν ότι, ενώ οι αγροτικές και άλλες ευέλικτες τιμές υποχωρούν δραματικά, ένα πλήθος από άλλες τιμές, ιδιαίτερα σε συγκεντρωτικούς και οργανωμένους τομείς, μειώνονται αργά και σχετικά λίγο.
Οι ομάδες συμφερόντων παρεμβαίνουν στις αγορές ρυθμίζοντας τις τιμές και τους μισθούς σε υποτιθέμενα «δίκαια», «λογικά» επίπεδα «πλήρους κόστους» –δηλαδή, σε επίπεδα που θα ήταν κερδοφόρα για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που έχουν ήδη εξασφαλίσει απασχόληση, αλλά θα καθιστούσαν ασύμφορη την πρόσληψη πρόσθετων εργαζομένων ή την πώληση των επιπλέον αγαθών που θα έφερναν και πάλι τα εργοστάσια σε πλήρη παραγωγή και την οικονομία σε κατάσταση ευημερίας.
Εάν, σε περίπτωση μείωσης της συνολικής ζήτησης, ήταν δυνατό άμεσα να μειωθούν κατά την ίδια αναλογία οι τιμές και μισθοί, τότε οι καταναλωτές θα εξακολουθούσαν να αγόραζαν τις ίδιες ποσότητες αγαθών, οπότε τα εργοστάσια θα εξακολουθούσαν να παράγουν τις ίδιες ποσότητες αγαθών, με αποτέλεσμα να χρειάζονταν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων.
Άρα δεν θα χρειαζόταν να γίνουν απολύσεις, δηλαδή δεν θα αυξανόταν η ακούσια ανεργία.
Όμως, οι ομάδες συμφερόντων εμποδίζουν την άμεση προσαρμογή των τιμών και μισθών.
Η ακούσια ανεργία μπορεί να εξηγηθεί μόνον με όρους των συμφερόντων και των πολιτικών που αποκλείουν αμοιβαία επωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ εκείνων που έχουν την εργασία τους ή άλλα αγαθά να πωλήσουν και εκείνων που θα ωφελούνταν αγοράζοντας αυτό που προσφέρεται.
Η βασική ομάδα που μπορεί να έχει συμφέρον να αποτρέψει τις αμοιβαία επικερδείς συναλλαγές μεταξύ των ακούσια ανέργων και των εργοδοτών είναι οι εργαζόμενοι με τις ίδιες ή ανταγωνιστικές δεξιότητες διότι οι δικοί τους μισθοί θα πρέπει να μειωθούν.
Οι έχοντες εργασία μπορούν να αποτρέψουν τις αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές μόνον εάν είναι οργανωμένοι σε καρτέλ ή λόμπι, ή (όπως συμβαίνει συχνά) αν μπορούν άτυπα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να ασκήσουν συμπαιγνιακή πίεση.
Η μόνη άλλη ομάδα που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο συμφέρον θα ήταν ένα καρτέλ ή λόμπι εργοδοτών, το οποίο θα έπρεπε να παρεμποδίζει αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές μεταξύ μεμονωμένων εργοδοτών και εργατών για να διατηρεί τους μισθούς κάτω από τα ανταγωνιστικά επίπεδα.
Όσο πιο εκτεταμένες είναι οι ομάδες ειδικών συμφερόντων και οι μη εκκαθαριστικές για την αγορά τιμές που επιφέρουν τα λόμπι και τα καρτέλ, τόσο μεγαλύτερες είναι οι διακυμάνσεις στον ρυθμό απόδοσης για παρεμφερείς εργαζόμενους και για το κεφάλαιο.
Εκείνες οι τιμές που ορίζονται από ομάδες συμφερόντων σε μονοπωλιακά επίπεδα και πάνω από τα επίπεδα στα οποία εκκαθαρίζει η αγορά πριν από τον απροσδόκητο αποπληθωρισμό ή το απροσδόκητο πλήγμα, θα τείνουν τώρα να είναι ακόμη υψηλότερες απ’ ό,τι προηγουμένως.
Αυτό με την σειρά του κάνει την μακροπρόθεσμη επένδυση παράτολμη, έτσι η δαπάνη για επενδύσεις μπορεί και αυτή να υποχωρήσει γρήγορα με αποτέλεσμα την μη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Κάθε μία από αυτές τις εξελίξεις θα επιδεινώνει τις άλλες, έτσι μπορεί να υπάρξει μία επικίνδυνη καθοδική σπείρα.
Σε γενικές γραμμές, είναι η πρόσθετη ανεργία που προκαλείται επειδή η ποσότητα των αγαθών που αγοράστηκε στην αγορά προϊόντος έχει υποχωρήσει εξ αιτίας τιμών που δεν εκκαθαρίζουν την αγορά εκεί, πράγμα που με την σειρά του μειώνει την ζήτηση των επιχειρήσεων για εργασία και πολλαπλασιάζει την απώλεια στην απασχόληση εξ αιτίας μισθών που βρίσκονται πάνω από τα επίπεδα εκκαθάρισης της αγοράς.
Με άλλα λόγια, η οικονομία που δεν έχει ομάδες ειδικών συμφερόντων και τις διαδικασίες και την νομοθεσία που αυτές προκαλούν, θα μπορούσε γρήγορα να προσαρμοστεί σε νέα επίπεδα τιμών.
Η οικονομία που έχει πυκνό δίκτυο περιορισμένου εύρους ομάδων ειδικών συμφερόντων θα είναι ευάλωτη κατά την διάρκεια περιόδων αποπληθωρισμού ή αποπληθωριστικής πολιτικής σε ύφεση ή στασιμοπληθωρισμό.
Στην χώρα μας μεγάλος αριθμός ομάδων συμφερόντων αποτρέπει τις τιμές να εκκαθαρίζουν σε επίπεδα αμοιβαία επωφελή και για τις δύο πλευρές.
Οι τιμές πολλών προϊόντων και υπηρεσιών δεν προσαρμοστήκαν αναλογικά στην μείωση των μισθών με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να αγοράζουν μικρότερες ποσότητες αγαθών, οπότε οι επιχειρήσεις έπρεπε να παράγουν μικρότερες ποσότητες –άρα κρατούσαν το απαραίτητο προσωπικό για την μειωμένη παραγωγή και απέλυαν το υπερβάλλον προσωπικό.
Εάν όμως οι τιμές και οι μισθοί είχαν άμεσα προσαρμοσθεί, οι καταναλωτές θα αγόραζαν τις ίδιες ποσότητες όπως πριν την κρίση, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να χρειάζονται όλους τους εργαζόμενους για να παράγουν τις ποσότητες όπως πριν την κρίση, άρα δεν θα έκαναν απολύσεις και δεν θα παρουσιαζόταν τα τόσο υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Η αποδυνάμωση της δράσης των παραπάνω καρτέλ και λόμπι μπορεί να προέλθει από την μεταφορά του κέντρου αποφάσεων σε άλλο επίπεδο όπου τα μέλη των ομάδων δεν έχουν πρόσβαση, ή από πολιτικές κοινής συναίνεσης όλων των ενδιαφερομένων μερών.
*Ο Γ. Ατσαλάκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης.
Ο Κ. Ζαπουνίδης είναι Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Επιστημών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor Audencia Nantes School of Management, Πρόεδρος Financial Engineering and Banking Society.