H έκδοση τριών καυτών αποφάσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας με αντικείμενο τις μνημονιακές περικοπές σε συντάξεις και δώρα είναι θέμα χρόνου. Μέσα στο 2019, αργά ή γρήγορα, δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα προσδοκούν πως μέσω του ΣτΕ θα έρθει η δικαίωση των διεκδικήσεών τους.
Ετσι, γραμμές δημοσιονομικής άμυνας έναντι του ενδεχόμενου δικαίωσης δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων επί των απαιτήσεων αναδρομικών διορθώσεων των περικοπών που υπέστησαν στα χρόνια των Μνημονίων επιχειρεί να χαράξει το υπουργείο Οικονομικών. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης έχει ζητήσει σύμφωνα με πληροφορίες από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους να καταγράψουν το δυνητικό κόστος συμμόρφωσης του ελληνικού Δημοσίου έναντι των αναμενόμενων αποφάσεων του ΣτΕ, αναφέρει το aftodioikisi.gr.
Η άσκηση αυτή τρέχει μετά και τον κώδωνα κινδύνου που έκρουσε η Κομισιόν, έναντι ενδεχόμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού που θα μπορούσε να σημάνει η «νάρκη» των αναδρομικών. Κατά τις εκτιμήσεις των δανειστών το κόστος συμμόρφωσης του Δημοσίου έναντι θετικών δικαστικών αποφάσεων κυμαίνεται στην περιοχή των 10 δισ. ευρώ, ενώ κατά τις εκτιμήσεις εγχώριων παραγόντων μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 17 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με ΤΑ ΝΕΑ, πρόκειται για ένα κόστος το οποίο είναι αδύνατο να σηκώσει ο κρατικός προϋπολογισμός χωρίς να υπάρξει εκτροχιασμός έναντι του ανελαστικού στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ. Η Κομισιόν, μάλιστα, στην πρώτη έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας είχε αφήσει να εννοηθεί ότι σε αυτή την περίπτωση θα απαιτηθεί η λήψη διορθωτικών μέτρων.
Εγκύκλιος Χουλιαράκη
Στις αρχές της εβδομάδας ο Γιώργος Χουλιαράκης απέστειλε σε υπουργεία και φορείς γενικής κυβέρνησης εγκύκλιο οδηγιών για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2019. Σε ειδικό κεφάλαιο της εγκυκλίου ορίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών θα ενισχύσει τους προϋπολογισμούς των υπουργείων και των αποκεντρωμένων διοικήσεων με πιστώσεις ειδικά για «αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων».
Χωρίς να δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις, στην εγκύκλιο οδηγιών ορίζεται ότι «η διαχείριση των πιστώσεων αυτών γίνεται από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες των υπουργείων και των αποκεντρωμένων διοικήσεων και συνεπώς, αιτήματα για διάθεση πιστώσεων για την αιτία αυτή δεν θα υποβάλλονται στη Διεύθυνση Προϋπολογισμού του ΓΛΚ, με εξαίρεση την περίπτωση εξάντλησης των πιστώσεων που θα τεθούν στη διάθεση των φορέων.
Σε κάθε περίπτωση για την αξιολόγηση από τη Διεύθυνση Προϋπολογισμού των αιτημάτων για χορήγηση συμπληρωματικών πιστώσεων απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας ότι η δικαστική απόφαση είναι τουλάχιστον τελεσίδικη και εκτελεστή ή η βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας ότι η δικαστική απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, λαμβάνοντας υπόψη και τις οδηγίες που παρέχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΓΛΚ…».
Τελεσίδικη δικαστική απόφαση προς όφελος ενός δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος έχει προσφύγει οδηγεί το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε εκτέλεση της απόφασης. Επί του παρόντος, υπάρχουν μόνο πρωτόδικες αποφάσεις δικαστηρίων επί των περικοπών στις οποίες το Δημόσιο ασκεί αιτήσεις αναίρεσης. Προκειμένου να καλυφθεί το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων που διεκδικούν αναδρομικά, απαιτείται απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αναδρομικά και κόστος
Η πρώτη γραμμή άμυνας έναντι τυχόν δικαίωσης αναδρομικών διεκδικήσεων δώρων φαίνεται να χαράσσεται με βάση το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο ίσχυσε από το 2017. Επομένως, υποστηρίζουν αρμόδιες πηγές, δεν μιλάμε για εφεξής καταβολή των κομμένων δώρων αλλά για αναδρομικά, είτε από το 2012 είτε από το 2015, ανάλογα με τις δικαστικές αποφάσεις. Το ετήσιο κόστος των δώρων υπολογίζεται σε 800 εκατ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο 13ος και ο 14ος μισθός υπέστησαν διπλή περικοπή. Η πρώτη, το 2010 (Ν. 3845) όταν περιορίστηκαν σε 1.000 ευρώ τον χρόνο (500 ευρώ τα Χριστούγεννα και από 250 ευρώ το Πάσχα και το καλοκαίρι) και η δεύτερη το 2012 όταν καταργήθηκαν πλήρως. Η απόφαση του ΣτΕ αφορά τα δώρα μετά την πρώτη περικοπή.
Μεγαλύτερη δημοσιονομική βόμβα συνιστά ενδεχόμενη δικαίωση συνταξιούχων επί των περικοπών που υπέστησαν (το 2012 με τους Ν. 4051 και 4093) επί των κύριων και επικουρικών συντάξεων. Ανάλογα με το χρονικό σημείο από το οποίο θα εφαρμοστεί η «αποκατάσταση» και πάλι με όρους αναδρομικών και όχι μόνιμης επαναφοράς των απωλειών στις σημερινές αποδοχές των συνταξιούχων, το κόστος αυτό μπορεί να φτάσει έως και τα 12 δισ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών. Σε αυτό το μέτωπο, η γραμμή άμυνας της κυβέρνησης χαράσσεται από την ισχύ του νόμου Κατρούγκαλου το 2016. Πλην όμως υπάρχει προσφυγή για την ακύρωση και του ίδιου του ν. Κατρούγκαλου.