Αντισυνταγματικές έκρινε τις περικοπές των συντάξεων των απόμαχων δικαστών και εισαγγελέων το Μισθοδικείο και σύμφωνα με τις επίμαχες αποφάσεις οι συντάξεις πρέπει να αναπροσαρμοστούν στα επίπεδα του 2012.
Το ύψος της επιβάρυνσης στον κρατικό προϋπολογισμό που θα δημιουργηθεί από τις αποφάσεις του Μισθοδικείου δεν μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα, καθώς το ύψος των συντάξεων είναι ανάλογο με το βαθμό και τα χρόνια προϋπηρεσίας των δικαστών και εισαγγελέων, αναφέρει το in.gr.
Αναλυτικότερα, η πρώτη απόφαση του Μισθοδικείου για το 2018 (υπ΄αριθμ. 1/2018) που αποτελεί τον πιλότο για όλες τις υπόλοιπες είναι του πρώην πρόεδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Νικόλαου Αγγελάρα και ακολουθούν του πρώην αντιπρόεδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ευάγγελου Νταή, του πρώην αρεοπαγίτη Σταμάτη Γιακουμέλου και της πρώην πρόεδρου και της γενικής γραμματέως της Ένωσης Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών και Λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και πρώην Εφέτου Αγγελικής Σμυρνιού (αποφάσεις 2-4/2018).
Οι προσφεύγοντες συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί υποστήριζαν ότι οι περικοπές που έγιναν στις συντάξεις τους ανήλθαν σε ποσοστό περίπου 74% και μόνο αυτές που έγιναν κατ΄επιταγή του νόμου 4387/2016 ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 40%.
Επίσης, υποστήριζαν ότι το όλο νομοθετικό πλέγμα (νόμοι 4024/2011, 4051/2012, 4093/2012 και 4387/2016) που περιέκοψε τις συντάξεις είναι αντίθετο σε σωρεία συνταγματικών διατάξεων.
Τώρα, το 9μελές Μισθοδικείο με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαίρη Σάρπ και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, έκριναν κατά πλειοψηφία (7 υπέρ έναντι 2 κατά) ότι ο νόμος 4093/2012 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 26, 87, 88 κ.λπ. του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς συντάξεις οι οποίες να μην αποκλίνουν ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία συναδέλφων τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται σ΄ αυτούς ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούν.
Μειοψήφησαν οι καθηγητές της Νομικής Σχολής Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου και Καλλιόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη, οι οποίοι υποστήριξαν ότι είναι δικαιολογημένες οι περικοπές των συντάξεων των δικαστών και των εισαγγελέων.
Σύμφωνα με το Μισθοδικείο, οι συνεχείς και αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων, πλέον του ότι επιφέρουν σοβαρές μειώσεις στο εισόδημά τους και ανατρέπουν τα οικονομικά δεδομένα τους, δεν συνάδουν με τις συνταγματικές εγγυήσεις για ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο με των εν ενεργεία συναδέλφων τους.
Παράλληλα, κατά τις αποφάσεις του Μισθοδικείου, δεν αποκλείεται η επέμβαση του νομοθέτη για μείωση των συντάξεων λόγω επιτακτικής ανάγκης προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών της χώρας και βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, αλλά όμως η επέμβαση πρέπει να γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι οι μειώσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και είναι πράγματι πρόσφορες για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος,
Όμως, λόγοι αποκλειστικά οικονομικοί ή για επίτευξη δημοσιονομικών στόχων δεν μπορούν από μόνοι τους να δικαιολογήσουν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση εκείνη των αιφνιδίων, αλλεπάλληλων ή σοβαρών περικοπών που αποτρέπουν πράγματι το έως τότε ισχύον συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Δηλαδή, σύμφωνα με το Μισθοδικείο, για να είναι συνταγματικές οι περικοπές των συντάξεων των δικαστικών, πρέπει να προκύπτει ότι ελήφθη πρόνοια πως στις συντάξεις διατηρείται η απαιτούμενη σταθερή αναλογία μεταξύ συντάξεων και αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών.
Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη -συνεχίζει το Μισθοδικείο- ότι από το 2010 άρχισαν οι περικοπές και οι μειώσεις των συντάξεων των δικαστικών, αρχικά με τα επιδόματα εορτών και της αδείας, την εισφορά αλληλεγγύης και ακολούθησαν οι σταδιακές μειώσεις ανάλογα με το ύψος των συντάξεων και την ηλικία των συνταξιούχων.
Για τις μειώσεις που έγιναν με τον νόμο 4093/2012, κατά το Μισθοδικείο, δεν προκύπτει:
1) ότι ελήφθη υπόψη το κύρος και η αποστολή του δικαστικού και η σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου,
2) εάν έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις μειώσεις,
3) εάν έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για το εάν οι επιπτώσεις από τις μειώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει,
4) εάν θα μπορούσε να λάβει το κράτος άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για τους συνταξιούχους και
5) εάν μετά τις νέες μειώσεις παραμένει η σχέση αναλογίας μεταξύ αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση των συνταξιούχων.
Τέλος, το Μισθοδικείο παρέπεμψε τις υπόθεσεις στο Ελεγκτικό Συνέδριο για να προσδιορίσει το ύψος των αναδρομικών που πρέπει να λάβουν οι συνταξιούχοι δικαστές για το χρονικό διάστημα από 1η Δεκεμβρίου 2015 έως την ημερομηνία που κατέθεσαν τις αγωγές τους στο Μισθοδικείο το Νοεμβρίο του 2017.