Το χάσμα που παρατηρείται μεταξύ οικονομικής θεωρίας και πραγματικότητας δημιουργεί μεγάλα ερωτηματικά αλλά και σιωπηρό πανικό σε πολλούς θεράποντες της οικονομικής επιστήμης…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η έκδοση χρήματος δημιουργεί τελικά πληθωρισμό ή όχι; Η παγκόσμια δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση είναι επικίνδυνη ή όχι; Η περίφημη θεωρία της οικονομίας της προσφοράς έχει ισχύ στη σημερινή οικονομική πραγματικότητα ή όχι;
Η υψηλή φορολογία πλήττει τις επενδύσεις ή όχι; Η παγκοσμιοποίηση φέρνει ανάπτυξη ή όχι; Τα χρηματιστήρια βοηθούν τις επιχειρήσεις ή όχι;
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με αρκετά ακόμα ερωτήματα, τα οποία όλο και περισσότερο απασχολούν σοβαρά διάσημους και μη οικονομολόγους, οι οποίοι δυσκολεύονται να βρίσκουν και τις απαντήσεις που πρέπει.
Από την άλλη πλευρά, τα παραπάνω ερωτήματα, στην ουσία καταργούν και μια σειρά από θεωρητικές οικονομικές απόψεις, για τον πολύ απλό λόγο ότι από οικονομικό πρότυπο έγιναν εργαλείο πολιτικής εξουσίας. Κλασική στην περίπτωση αυτή, ο μαρξισμός και ο κεϋνσιανισμός.
Οι θεωρίες των Μαρξ και Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς κυριάρχησαν πάνω από 100 χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, έγιναν αμφότερες πολιτικά συστήματα και τελικά το ένα από αυτά, ο μαρξισμός –λενινισμός κατέρρευσε γιατί αυτοί που θέλησαν να εφαρμόσουν κάποιες αρχές του ήσαν αδίστακτοι και οικονομικά αμόρφωτοι πολιτικοί καιροσκόποι.
Αντιθέτως, ο κεϋνσιανισμός, ως φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη επικράτησε παγκοσμίως και στην ουσία σήμερα διέρχεται μια σοβαρή κρίση «τρίτης ηλικίας», την οποίαν οι οπαδοί του για λόγους παραπλάνησης έχουν βαφτίσει «νεοφιλελευθερισμό».
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κενσϋανισμός, δηλαδή η ανάπτυξη της οικονομίας και η δημιουργία θέσεων εργασίας με ατμομηχανή το κράτος και την από μέρους του έκδοση χρήματος, ήταν η συνηθισμένη οικονομική πολιτική στον δυτικό κόσμο. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ισχυρό σύστημα μεικτής οικονομίας, στο οποίο όμως το Κράτος, η πολιτική και οι κεντρικές τράπεζες είχαν τον πρώτο λόγο.
Σταδιακά έτσι το σύστημα αυτό πολιτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, εξέθρεψε υπερβολικά τις πελατειακές σχέσεις και σε πολλές χώρες με χαμηλό δέκτη δημοκρατίας, έγινε εντελώς παρεοκρατικό. Την ίδια περίοδο όμως, παρεοκρατικό χαρακτήρα πήρε και η κινητήρια δύναμη του συστήματος που είναι η κατανάλωση.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προσπάθειες που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά τις δύο ισχυρές πετρελαϊκές κρίσεις, που εκτίναξαν στα ύψη το ενεργειακό κόστος του συστήματος, αντί να βελτιώσουν την κατάσταση, μέσω του λαϊκού καπιταλισμού, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο.
Οδήγησαν στη δημιουργία μιας άπληστης και απαίδευτης χρηματοοικονομικής ελίτ, η οποία με τις δράσεις και τις συμπεριφορές της διέλυσε και το πολιτιστικό υπόβαθρο της μεικτής οικονομίας.
Σήμερα, λοιπόν, η πανδημία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να γίνει η ταφόπλακα ενός συστήματος που αδυνατεί να συσσωρεύσει κεφάλαιο μέσω της δημιουργίας πλούτου και το πράττει με χρήμα που εκδίδει.
Με άλλα λόγια, σκάβει το ίδιο το λάκκο του. Και το κάνει σε μια μεταβατική περίοδο όπου οι βιομηχανικές κοινωνίες περνούν σε μια νέα φάση παραγωγικής οργάνωσης και διοικητικής διαδικασίας.
Σαφώς, λοιπόν, η έκδοση χρήματος δεν δημιουργεί πληθωρισμό. όχι γιατί αυτό ήταν μια λάθος παρατήρηση του Μίλτον Φρήντμαν, αλλά διότι σε μεγάλο βαθμό το εκδιδόμενο χρήμα δεν δημιουργεί ζήτηση. Κατευθύνεται προς την προσοδοθηρική και απλή αποταμίευση και άρα αντί για ανάπτυξη και απασχόληση, γεννά ανεργία και στασιμότητα στην καλύτερη περίπτωση.
Από την άλλη πλευρά, την ψυχολογική, το εύκολο δωρεάν χρήμα, ναι μεν μετριάζει την ανασφάλεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην πραγματικότητα, παράλληλα όμως καλλιεργεί και ένα κλίμα απάθειας, το οποίο είναι αρνητικό για τη δημιουργία, την καινοτομία και την ανάληψη κινδύνων.
Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμα και κεϋνσιανοί αλλά διαυγείς οικονομολόγοι, υποστηρίζουν ότι το «ελεύθερο χρήμα» (όπως έγραψε ο Εκόνομιστ) θα έπρεπε να έχει και έντονο αναπτυξιακό, καινοτομικό χρώμα.
Κατά τον γνωστό Γάλλο καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας, Πασκάλ Σαλέν, οι ανισότητες δημιουργούνται όταν το «εύκολο χρήμα» δημιουργεί κλίμα εφησυχασμού σε μια κοινωνία και όχι όταν συμβάλλει στην τόνωση της προσφοράς.
Και στο επίπεδο αυτό, οι οικονομολόγοι μήπως θα έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους πρώτον στο πώς δημιουργούνται σήμερα αξίες και με ποιο τρόπο αυτές οι τελευταίες διαμορφώνουν νέα πεδία ζήτησης;
Όμως στα νέα αυτά πεδία ζήτησης δεν θα πρέπει οι επαΐοντες να αναρωτηθούν ποιο ρόλο παίζει η ευρύτητα καλλιεργούμενη από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης νοοτροπία του δωρεάν;
Εν τέλει, μήπως η νέα εποχή σημαίνει και νέες σπαζοκεφαλιές για τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς, υπό συνθήκες αβεβαότητας, γρήγορων μετασχηματισμών και φαινομένων που θα εξαρτώνται άμεσα από το κλίμα και το υγειονομικό περιβάλλον;