Στα πρώτα στάδια της εξάπλωσης του κοροναϊού στον πλανήτη, όταν εξαιτίας της έντονης διεθνούς κινητικότητας των ανώτερων οικονομικών στρωμάτων βλέπαμε βουλευτές, επιχειρηματίες και διασημότητες παγκοσμίου βεληνεκούς να βγαίνουν θετικοί στην Covid-19 πολύ πριν η νέα νόσος περάσει στις φτωχογειτονιές των κρατών όπου διέμεναν, μια φράση κυριαρχούσε: «Ο κοροναϊός δεν κάνει διακρίσεις».
Και πράγματι. Ο ιός δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το κοινωνικοοικονομικό background των σωμάτων που πλήττει. Η κατάσταση στην οποία βρήκε αυτά τα σώματα, όμως, αλλά και η πρόσβαση των τελευταίων στην περίθαλψη που είχαν ανάγκη για να σωθούν γνωρίζει και εθνικά, αλλά και ταξικά σύνορα.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και μέσα από μια ακόμη έκθεση που δημοσιεύθηκε από την φιλανθρωπική οργάνωση Health Foundation και διερεύνησε πώς επιδρά ο πλούτος – και η έλλειψή του – στις επιπτώσεις της πανδημίας επί του πληθυσμού.
Η απόκλιση που εντόπισε παραείναι μεγάλη για να μπορέσει να αγνοηθεί:
Όπως διαπίστωσε η Health Foundation, οι πιθανότητες θανάτου από κοροναϊό ήταν τετραπλάσιες για τα άτομα «παραγωγικής» ηλικίας στις φτωχότερες περιοχές της Αγγλίας σε σχέση με εκείνους που ζούσαν στις πλουσιότερες.
Η έρευνα, που διήρκεσε εννιά μήνες, διαπίστωσε ότι μια δεκαετία διευρυνόμενων ανισοτήτων σε ό,τι αφορά την υγεία, αλλά και περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες «αποδυνάμωσε την υγεία του έθνους» και αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που εκτόξευσαν τους νεκρούς της Βρετανίας σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες οικονομίες αντίστοιχου μεγέθους.
Η φιλανθρωπική οργάνωση κάλεσε σε άμεσα μέτρα για το κλείσιμο της «ψαλίδας» στην υγεία και παρότρυνε σε σημαντικές επενδύσεις στο δημόσιο σύστημα υγείας, την απασχόληση, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση. Τόνισε επίσης ότι δεν θα πρέπει η χώρα να επιστρέψει στα μέτρα λιτότητας της περασμένης δεκαετίας, καθώς προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα της πανδημίας.
«Ίσως αναγκαστούμε να μάθουμε να ζούμε με την Covid-19, όμως δεν είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε και με τις άνισες επιπτώσεις της», σημείωσε ο Τζο Μπίμπι, διευθυντής υγείας του ιδρύματος, προσθέτοντας: «Δεν έχουμε το περιθώριο να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη».
Η έκθεση αντανακλά πολλά από τα ευρήματα της έκθεσης του ειδικού σε ζητήματα δημόσιας υγείας, Σερ Μάικλ Μάρμοτ, που διερεύνησε τις ανισότητες στην υγεία σε σχέση με τον κοροναϊό στην περιοχή του Γκρέιτερ Μάντσεστερ και η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα. Επίσης, έρχεται να προστεθεί στις αυξανόμενες ανησυχίες για την έκταση και την κατεύθυνση των σχεδίων της βρετανικής κυβέρνησης με στόχο την ανάκαμψη από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει περισσότεροι από 150.000 πλεονάζοντες θάνατοι στη διάρκεια της πανδημίας στη Βρετανία.
Η έκθεση κατέληξε πως κυριότερες αιτίες για την τόσο μεγάλη εξάπλωση του κοροναϊού στη χώρα ήταν η καθυστέρηση των lockdown και η αυστηρότητα των περιορισμών.
«Από τη στιγμή που ο ιός είχε εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλές διαφορετικές ομάδες να έχουν μολυνθεί… οι αποκλίσεις στην υγεία και οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο έκθεσης στον ιό και χειρότερης έκβασης της νόσου άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια».
Η υψηλή θνητότητα στις φτωχότερες περιοχές οφείλεται εν μέρει στην χειρότερη εικόνα που παρουσίαζε η υγεία των κατοίκων εκεί ήδη πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, αποκάλυψε η έρευνα. Τα άτομα ηλικίας 50 έως 69 ετών στο φτωχότερο 10% ττης χώρας είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν μακροχρόνια προβλήματα υγείας που αύξαναν τον κίνδυνο θανάτου τους από κοροναϊό, όπως ο διαβήτης και οι χρόνιες παθήσεις των πνευμόνων.
Θέσεις εργασίας, όπως εκείνες στον τομέα της φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, στη βιομηχανία και την εστίαση, επίσης αύξαναν τον κίνδυνο – αυτή τη φορά της έκθεσης στον ιό – ενώ άλλος παράγοντας κινδύνου αφορούσε τις συνθήκες διαβίωσης. Στην αρχή της πανδημίας, οι άνθρωποι που ζούσαν σε συνθήκες συνωστισμού στην Αγγλία είχαν αγγίξει αριθμούς ρεκόρ.
Ο αυξημένος κίνδυνος δεν αφορούσε μόνο τις φτωχότερες περιοχές, αλλά και συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως εκείνοι που ζούσαν σε δομές φροντίδας, τα άτομα με αναπηρίες και οι μειονότητες. Οι νέοι κατείχαν τα πρωτεία του κινδύνου για ψυχολογικές επιπτώσεις.
Η έκθεση καταλήγει στο ότι η πανδημία αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την αναδόμηση των δημόσιων υπηρεσιών και τη μείωση των ανισοτήτων στην υγεία, αλλά και την καταπολέμηση της μείωσης του προσδόκιμου ζωής σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Μια ανάκαμψη που θέτει τις αυξημένες – και δίκαιες – ευκαιρίες στην καλή υγεία ως προτεραιότητα απαιτεί δράσεις αντιμετώπισης των συνθηκών που οδηγούν εξ αρχής στην κακή υγεία των πολιτών».
Το επαρκές εισόδημα, οι καλές θέσεις εργασίας και οι κατάλληλες συνθήκες στέγασης αποτελούν αναγκαία προαπαιτούμενα της καλής υγείας, τονίζει η έκθεση, σημειώνοντας ότι όλα τα παραπάνω βρίσκονταν σε παρακμή σε ολόκληρη τη δεκαετία πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, με ορισμένες ομάδες να πλήττονται δυσανάλογα από αυτή την εξέλιξη.
Η πανδημία είχε «απογυμνώσει» τις αδυναμίες των πολιτικών αποφάσεων που ελήφθησαν μετά την οικονομική κρίση του 2008 με στόχο τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών, συνεχίζει η έκθεση. Αυτό σημαίνει ότι όταν ξέσπασε ο κοροναϊός, οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν αποδυναμωμένες και οι αντοχές πολλών φτωχών νοικοκυριών, τόσο σε ό,τι αφορά το εισόδημα όσο και την ίδια την υγεία τους, είχαν μειωθεί δραστικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιας μορφής έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί για πολλαπλές δυτικές χώρες, όχι όμως και για την Ελλάδα, όπου μεταξύ άλλων δεν ανακοινώνονται στοιχεία αναφορικά με τη γεωγραφική κατανομή των κρουσμάτων, που θα μπορούσαν να δώσουν ορισμένες πρώτες ενδείξεις για τέτοιου είδους αποκλίσεις στη θνητότητα.
Ακόμη, μέχρι στιγμής δεν έχουν δημοσιευθεί έρευνες που να αφορούν την εθνοτική σύσταση των θυμάτων και των βαρέως νοσούντων του κοροναϊού.
Πηγή: Guardian