Ένας στους δύο εργαζόμενους λαμβάνει μισθό χαμηλότερο των 800 ευρώ και ένας στους πέντε κάτω των 500 ευρώ. Η κατάρρευση των μισθών που συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία και σήμερα αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα απεικονίζεται στα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, και του ΕΦΚΑ.
Αντιστοίχως το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ καταγράφει δραματικές απώλειες της αγοραστικής δύναμης των μισθών των Ελλήνων (12,1%) με τον κατώτατο μισθό να αυξάνεται 2% στη χώρα μας όταν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης οι αυξήσεις κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%, αναφέρει το OT.gr.
Η έκρηξη της ακρίβειας, ο υψηλότερος πληθωρισμός της τελευταίας 25ετίας και οι συνέπειες της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία βρίσκουν τους Έλληνες εργαζόμενους εκτεθειμένους και «αθωράκιστους», με γλίσχρους μισθούς να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν.
Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της νέας υψηλότερης αύξησης των κατώτατων αμοιβών την πρώτη Μαΐου και παράγοντες του Μεγάρου Μαξίμου – όπως ο προϊστάμενος του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης προτρέπει τους επιχειρηματίες «να αυξήσουν τους μισθούς», προκειμένου να βρουν και το κατάλληλο προσωπικό.
Με καθηλωμένους μισθούς στα όρια της φτώχειας, οι Έλληνες εργαζόμενοι καλούνται να αντεπεξέλθουν. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το 47,05% των εργαζομένων αμείβεται με 800 ευρώ μεικτά, ενώ το 18,26% λαμβάνει αμοιβές κάτω των 500 ευρώ. Το 56% των μισθωτών αμείβονται με ποσά κάτω των 900 ευρώ (μεικτά) και το 63,6% με αμοιβές κάτω των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Τα ποσά αυτά είναι στα όρια των κατώτατων αμοιβών συνυπολογιζομένων τριετιών και επιδόματος γάμου. Το γεγονός αυτό δείχνει την αναγκαιότητα αναπροσαρμογής των κατώτατων αμοιβών.
Η αγοραστική δύναμη
Η απόκλιση των μισθών της χώρας μας από τους μισθούς των χωρών της Ευρώπης διευρύνθηκε το 2022, τόσο ως προς την αγοραστική δύναμη όσο και ονομαστική αξία, σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα παραμένει χαμηλή. Η διαφορά από τα κράτη-μέλη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας περιφέρειας είναι μεγάλη και συνεχίζει να αυξάνεται. Για παράδειγμα, σε κράτη-μέλη στα οποία εφαρμόστηκαν Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής με σημαντικές παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό, όπως στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, το χάσμα στην αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού σε σχέση με την Ελλάδα μεγάλωσε. Το 2021 η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν 1% χαμηλότερη από της Πορτογαλίας και 43% από της Ιρλανδίας. Τον Ιανουάριο του 2022 η διαφορά ανήλθε σε 5% και 45% αντίστοιχα.
Οι χαμηλές αυξήσεις
Η αύξηση του 2% – από την 1η Ιανουαρίου του 2022 – στις κατώτατες αμοιβές στην Ελλάδα ήταν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Επίσης κατά την περίοδο 2020-2021 στην Ελλάδα δεν έγινε καμία αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι μισθοί στης χώρα μας να αποκλίνουν συνεχώς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Γερμανίας, στην οποία πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αυξηθεί άμεσα ο κατώτατος μισθός κατά 15%, ώστε να ξεπεράσει το 60% του διάμεσου εισοδήματος. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών στα περισσότερα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.