Όχι μόνο δεν πέφτουν οι τιμές στα τρόφιμα στην ελληνική αγορά, αλλά σε ορισμένα προϊόντα που η χώρα κάνει πρωταθλητισμό… ακρίβειας υπήρξαν νέες ανατιμήσεις τον Μάιο, όταν την ίδια ώρα πολλές εταιρείες, εγχώριες και πολυεθνικές, συνεχίζουν να αποστέλλουν τιμοκαταλόγους με ανατιμήσεις στο λιανεμπόριο και τον Ιούνιο, με την αποκλιμάκωση να πηγαίνει ολοένα και πιο πίσω.
Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων στη χώρα μας είναι χαμηλότερος από αυτόν στην ευρωζώνη, οι ανατιμήσεις σε αρκετά βασικά προϊόντα είναι υψηλότερες, με τους Έλληνες να πρέπει να πληρώσουν ακριβότερα για να βάλουν στο τραπέζι τους μοσχάρι, χοιρινό, βούτυρο, σπορέλαια, καφέ κ.λπ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat), ο πληθωρισμός των τροφίμων τον Μάιο στην Ελλάδα ήταν 11,3% αυξημένος οριακά συγκριτικά με τον Απρίλιο (11,2%), όταν στην Ευρωζώνη τον ίδιο μήνα ήταν πολύ υψηλότερος στο 13,8% από 15,1% τον Απρίλιο.
Η περίπτωση του μοσχαρίσιου κρέατος
«Πρωταθλήτρια» ακρίβειας στο μοσχαρίσιο κρέας αναδεικνύεται η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, με τα νοικοκυριά να καταφεύγουν στην κατανάλωση φθηνότερων προϊόντων, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα.
Σημειώνεται ότι εδώ και ένα χρόνο και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2022, οι ανατιμήσεις στο μοσχάρι στη χώρα μας είναι κατά πολύ μεγαλύτερες συγκριτικά με τις αντίστοιχες που καταγράφονται στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία Eurostat, το μοσχάρι στην Ελλάδα τον Μάιο του 2023 ανατιμήθηκε κατά 13,8% σε ετήσια βάση έναντι 7,3% στην Ευρωζώνη. Μάλιστα τη στιγμή που το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει καταγράψει πολύ χαμηλότερη αύξηση για 14 μήνες στη σειρά (από τον Απρίλιο του 2022 μέχρι και τον Μάιο του 2023) οι ποσοστιαίες αυξήσεις στις τιμές του μοσχαριού ήταν διψήφιες στη χώρα μας.
Το εγχώριο μοσχάρι ήδη έχει ανατιμηθεί μέσα σε τρία χρόνια κατά 5 ευρώ το κιλό με την τιμή του να κυμαίνεται τον Μάιο 2020 έως τα 9 ευρώ και αυτές τις ημέρες να φθάνει και τα 14 ευρώ το κιλό.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές, καθώς με βάση εκτιμήσεις, το 85% του βόειου κρέατος που καταναλώνουμε προέρχεται από τις αγορές του εξωτερικού.
Μόνο το 2022 δαπανήσαμε περί τα 630 εκατ. ευρώ για εισαγωγές μοσχαρίσιου κρέατος από περίπου 500 εκατ. ευρώ το 2021 και 457 εκατ. ευρώ το 2020.
Οι εισαγωγές βόειου κρέατος στη χώρα μας γίνονται κυρίως από τη Γαλλία, αν και τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι χάνει μερίδιο αγοράς, ενώ ανερχόμενη δύναμη είναι η αγορά της Ισπανίας.
Από κοντά και το χοιρινό
Ταυτόχρονα, πανάκριβο πληρώνουν οι Έλληνες και το χοιρινό κρέας. Συγκεκριμένα, οι τιμές του χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο κατά 14,7% έναντι 8,8% στην Ευρωζώνη.
Να σημειωθεί μάλιστα ότι ενώ στην Ευρωζώνη οι τιμές τον Μάιο υποχώρησαν σε σχέση με τον Απρίλιο, στην Ελλάδα αυξήθηκαν!
Και στην περίπτωση του χοιρινού η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές.
Καίνε οι τιμές σε αυγά, βούτυρο, σπορέλαια και καφέ
Τον Μάιο του 2023 οι τιμές στο βούτυρο σε ετήσια βάση αυξήθηκαν κατά 14,8% στην Ελλάδα, όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκαν (-0,3%), φθάνοντας κοντά στο επίπεδο του Μαρτίου του 2021!
Παράλληλα και στα σπορέλαια οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωζώνη τον Μάιο «βούτηξαν» προς τα κάτω. Αναλυτικά, στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 3,6% όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκαν σημαντικά (-8,4%), κάτω και από τα επίπεδα του 2020.
Πολύ μεγάλη είναι η απόκλιση και στα φυτικά έλαια και λίπη, καθώς σε ετήσια βάση στη χώρα μας οι τιμές αυξήθηκαν κατά 15,9% ενώ στην Ευρωζώνη μόλις 9,6%.
Τον Μάιο του 2023 οι τιμές των αυγών σε ετήσια βάση αυξήθηκαν 18% στην Ελλάδα υψηλότερα σε σχέση με τον Απρίλιο (+17,8%) έναντι 12,9% στην Ευρωζώνη.
Στην κατηγορία «καφές, τσάι, κακάο» ενώ οι τιμές στην Ευρωζώνη ακολουθούν ένα μειούμενο ρυθμό αύξησης στην Ελλάδα αυξήθηκαν εκ νέου. Αναλυτικά τον Μάιο στη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 13,2% σε ετήσια βάση, ενώ αντίστοιχα στην Ευρωζώνη κατά 8,8%.
Αντίθετα οι τιμές στη ζάχαρη, στις πατάτες και στο τυρί, που επίσης για πολλούς μήνες κατά τη διάρκεια του 2022 κινούνταν σε υψηλότερα επίπεδα συγκρινόμενες με το μέσο όρο της Ευρωζώνης, από τις αρχές του φετινού χρόνου έχουν υποχωρήσει.
Η υψηλότερη σωρευτική άνοδος στα τρόφιμα
Η «φωτιά» στις τιμές των τροφίμων αποτυπώνεται και στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ).
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 12 ομάδες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν τον ΕνΔΤΚ, ο δείκτης τιμών της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών κατέγραψε την υψηλότερη σωρευτική άνοδο (27,0%, μέση ετήσια αύξηση 6,2%).
Ακολούθησαν: στέγαση, νερό, ηλεκτρικό, αέριο και άλλα καύσιμα (16,1%, 3,8%), ένδυση και υπόδηση (15,6%, 3,7%), ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια (12,5%, 3,0%), διαρκή αγαθά – είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες (12,5%, 3,0%), μεταφορές (10,4%, 2,5%), υγεία (8,4%, 2,0%), άλλα αγαθά και υπηρεσίες (4,9%, 1,2%), εκπαίδευση (3,7%, 0,9%), αναψυχή – πολιτιστικές δραστηριότητες (3,1%, 0,8%), αλκοολούχα ποτά και καπνός (2,7%, 0,7%) και επικοινωνίες (-8,1%, -2,1%).
Αργεί η αποκλιμάκωση
Η αβεβαιότητα στην προμήθεια των πρώτων και δεύτερων υλών και στα κόστη μεταφοράς, το στοκ των προϊόντων που έχουν παραχθεί με ακριβούς συντελεστές παραγωγής και δεν έχουν ακόμη διατεθεί στη λιανική, αλλά και η στρατηγική των πολυεθνικών εταιρειών, όπως και ορισμένων εγχώριων βιομηχανιών, να συνεχίζουν τις ανατιμήσεις προκειμένου να θωρακίσουν την κερδοφορία τους, απομακρύνουν για αρκετούς μήνες την όποια αποκλιμάκωση στις τιμές στο ράφι.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν άλλωστε και η ομιλία του κου Ιωάννη Γιώτη στην ετήσια Γενική Συνέλευση των μελών του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, ο οποίος τόνισε «δυστυχώς, όμως, οι γεωπολιτικές αναταράξεις έχουν παγιωθεί, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις από τις κρίσεις δεν είναι εύκολο να αντιστραφούν άμεσα.»
Επιπλέον σημαντικό παράγοντα για την πορεία των τιμών στα βασικά είδη τροφίμων και στα προϊόντα καθημερινής ανάγκης αποτελεί ο τουρισμός.
Εάν επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο για ρεκόρ στις τουριστικές ροές, οι αυξημένες πωλήσεις στον κλάδο του HoReCa θα είναι αυτές που θα καθορίσουν γενικότερα την τιμολογιακή πολιτική της βιομηχανίας, αφού το εν λόγω κανάλι απορροφά σημαντικό μέρος της παραγωγής.
Για όλους αυτούς τους λόγους οι υψηλές τιμές στο ράφι φαίνεται ότι θα διατηρηθούν για αρκετούς μήνες ακόμη και σίγουρα μέχρι τις αρχές του Φθινοπώρου.