Αγώνας μετ΄εμποδίων φαίνεται ότι θα είναι η διασφάλιση ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη φέτος το χειμώνα, ενώ είναι βέβαιο πλέον ότι οι υψηλές τιμές θα διατηρηθούν τουλάχιστον μέχρι την επόμενη Άνοιξη.
Το «κλειδί» της αγοράς είναι η τιμή του φυσικού αερίου, που πρωταγωνίστησε για άλλη μια φορά την προηγούμενη εβδομάδα, όταν η είδηση ότι «παγώνουν» οι διαδικασίες έγκρισης του αγωγού Nord stream 2 από τις γερμανικές αρχές ανταγωνισμού έστειλε ακόμα ψηλότερα τις -ήδη υψηλές- τιμές.
Η είδηση για την διακοπή της διαδικασίας πιστοποίησης του Nordstream 2 από τις γερμανικές αρχές, οδήγησε αμέσως την τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα στα 270 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από τα 220 ευρώ που βρισκόταν προηγουμένως. Η τιμή επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα τις επόμενες ημέρες στο προηγούμενο επίπεδο, αλλά παραμένει σε ιστορικά υψηλό σημείο, υπερδιπλάσιο σε σχέση με πέρυσι.
Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, είναι από τις χώρες με την ακριβότερη τιμή, ενώ η Γερμανία έχει μια από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, λόγω διαφορετικής διάρθρωσης του ενεργειακού μείγματος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικού. Κατά κάποιον τρόπο, το Βερολίνο μπορεί να αντέξει πιο εύκολα το ακριβό φυσικό αέριο για κάποιο χρονικό διάστημα, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό Νότο.
Η Γερμανία διαθέτει περισσότερες πηγές προμήθειας ενέργειας (πυρηνικά, ΑΠΕ, ακόμα και λιγνίτη) καθώς και μεγαλύτερες δυνατότητες αποθήκευσης αερίου, ενώ η Ελλάδα λιγότερες δυνατότητες αποθήκευσης και διασυνδέσεις για προμήθεια φυσικού αερίου.
H κρίση που εκδηλώθηκε στην αγορά φυσικού αερίου το τελευταίο διάστημα έχει οδηγήσει την Ε.Ε. σε αναθεώρηση των πολιτικών της στον τομέα αυτό, προκειμένου να ενισχυθούν οι υποδομές μεταφοράς και αποθήκευσης φυσικού αερίου.
Ένας άλλος παράγοντας που έχει επηρεάσει την αγορά είναι ότι η Ε.Ε. εγκατέλειψε στο παρελθόν τις μακροπρόθεσμες συμφωνίες για την προμήθεια φυσικού αερίου, μετατοπιζόμενη σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς,στο «χρηματιστήριο ενέργειας» το οποίο όμως αποδείχθηκε πολύ ευάλωτο σε μεγάλες διακυμάνσεις.
Ο νέος αγωγός φυσικού αερίου Nordstream 2 καταλήγει από τη Ρωσία απευθείας στη Γερμανία, μέσω της Βαλτικής Θάλασσας και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η λειτουργία του θα αποτελέσει το κλειδί για να στείλει η Ρωσία αυξημένες ποσότητες στην Ευρώπη, οπότε θα υποχωρήσουν οι τιμές.
Πολλοί στην Ευρώπη εκτιμούν μάλιστα ότι η Ρωσία σκόπιμα μείωσε τις ποσότητες φυσικού αερίου τους τελευταίους μήνες, συμβάλλοντας στην αύξηση των τιμών ώστε να πιέσει για τη λειτουργία του αγωγού Nordstream 2, ο οποίος ανήκει σε κοινοπραξία την πλειοψηφία της οποίας διαθέτει η κρατική Gazprom.
Η κατασκευή του αγωγού έχει ολοκληρωθεί αλλά η λειτουργία του απαιτεί την έγκριση από τις γερμανικές ρυθμιστικές αρχές οι οποίες απαιτούν να τηρηθούν οι κανόνες ανταγωνισμού, σύμφωνα με τους οποίους η παραγωγή, η μεταφορά και η διανομή στους καταναλωτές πρέπει να γίνονται από διαφορετικές εταιρείες.
Για να τηρηθεί το γράμμα του νόμου, δημιουργήθηκε μια νέα γερμανική εταιρεία, η οποία θα διαχειρίζεται το τμήμα εκείνο του αγωγού μήκους 33 χιλιομέτρων, που βρίσκεται στο έδαφος της χώρας.
Η γερμανική ρυθμιστική αρχή ενέργειας διέκοψε τις διαδικασίες έγκρισης μέχρις ότου μεταφερθούν στη νέα εταιρεία τα στοιχεία ενεργητικού και οι εργαζόμενοι. Στη συνέχεια χρειάζονται περίπου 4 μήνες για την έγκριση από τις γερμανικές αρχές και άλλοι δύο μήνες για την έγκριση από την Κομισιόν.
Σε κάθε περίπτωση δεν αναμένεται πρόοδος πριν Άνοιξη του 2022.
Οι Ρώσοι δηλώνουν ότι η όλη υπόθεση είναι καθαρά εμπορική, όπως και οι Γερμανοί, αλλά και τα… μικρά παιδιά καταλαβαίνουν ότι με τον αγωγό παίζεται ένα ευρύτερο «παιχνίδι» στα πεδία της γεωπολιτικής, της άμυνας, της διπλωματίας, ακόμα και ένα εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι στη Γερμανία.
Οι Γερμανοί Πράσινοι είναι αντίθετοι στον αγωγό αυτό, αλλά διαπραγματεύονται αυτή τη στιγμή το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (φιλελεύθεροι). Το πάγωμα της έγκρισης του αγωγού αντικειμενικά προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο στα κόμματα να ολοκληρώσουν το σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς να φέρουν σε αμηχανία του Πράσινους, ενώ παραπέμπει το ζήτημα για επίλυση στη συνέχεια.
Ο Nordstream 2 παρακάμπτει την Ουκρανία, από όπου σήμερα διέρχεται το ρωσικό φυσικό αέριο για να φτάσει στην υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός που αυξάνει την άμεση επιρροή της Μόσχας στην Ε.Ε. και αφήνει πιο ευάλωτη και την ίδια την Ουκρανία στη Ρωσία. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι με τον Nordstream 2 θα είναι πιο «εύκολη» ακόμα και μια ρωσική εισβολή στη χώρα.
Είναι ενδεικτικό ότι οι ΗΠΑ ήταν εξαρχής αντίθετες στο Nordstream 2, ενώ είχαν επιβάλλει και κυρώσεις. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κατηγορείται στο εσωτερικό των ΗΠΑ ότι δεν κάνει αρκετά για να αποτρέψει τη λειτουργία του Nordstream 2, ενώ πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι πλέον οι Αμερικανοί θα αφήσουν τον αγωγό να λειτουργήσει.
Η ρωσική Gazprom είναι ο βασικός μέτοχος της κοινοπραξίας του Nordstream2, με 51%, ενώ μετέχουν και δύο γερμανικές εταιρείες (Wintershall Dea και PEG Infrastruktur AG, με 15% η κάθε μία), μια ολλανδική (Gasunie με 9%) και μια γαλλική (Engie με 9%).
Στη χρηματοδότηση του έργου συμμετείχαν πέντε ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες ( η γαλλική ENGIE, η αυστριακή OMV, ο ολλανδο-βρετανική Royal Dutch Shell και οι γερμανικές Uniper, and Wintershall), ενώ την εμβληματική θέση του προέδρου του Δ.Σ. είχε αναλάβει ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η συνύπαρξη των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, τα μεγάλα ποσά που έχουν δαπανηθεί αλλά και η συγκυρία που αναδεικνύει το φυσικό αέριο σε βασικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης αλλά και εξισορρόπησης των τιμών, οδηγεί πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι τελικά η λειτουργία του θα εγκριθεί και η κατάσταση στην αγορά θα ομαλοποιηθεί.
Κάποιοι άλλοι, στον αντίποδα, υποστηρίζουν ότι η λύση της ανεξάρτητης εταιρείας για το γερμανικό τμήμα του αγωγού καλύπτει το γράμμα αλλά όχι την ουσία της νομοθεσίας και δεν αποκλείεται να προσφύγει εναντίον της διευθέτησης στο ευρωπαϊκό δικαστήριο κάποια χώρα που αντιτίθεται στον αγωγό, όπως για παράδειγμα η Πολωνία.
Το συμπέρασμα είναι ότι η όποια εκτόνωση στην αγορά φυσικού αερίου κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να συμβεί πριν την Άνοιξη, αλλά δεν αποκλείεται να παραταθεί και για αργότερα.