Την εκλογίκευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ζητεί η Alpha Bank στο δελτίο για την πορεία των οικονομικών εξελίξεων, τονίζοντας πως η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 3,5% όχι μόνο είναι ανέφικτη, αλλά δεν εξυπηρετεί και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Στην ανάλυσή της, η ελληνική τράπεζα επισημαίνει την ανάγκη δημιουργίας ενός «ικανού δημοσιονομικού χώρου», ιδίως μετά το πέρας του προγράμματος, προκειμένου να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική και το ύψος των δημοσιονομικών εσόδων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους.
Όπως εξηγεί στη συνέχεια, το μέγεθος του δημοσιονομικού χώρου μπορεί να επηρεαστεί από μία σειρά παραγόντων:
• Το ύψος και το profile του δημοσίου χρέους καθορίζουν τη χρονική κατανομή των αναγκών εξυπηρέτησής του στις επόμενες δεκαετίες. Κάθε παρέμβαση, επομένως, που αποφασίζεται, είτε πρόκειται για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των συγκεκριμένων δανείων και περιορισμό του επιτοκιακού κινδύνου, είτε επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών και άλλων μέτρων, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο στα επόμενα έτη.
• Στον βαθμό που οι παραπάνω παρεμβάσεις δίδουν τη δυνατότητα για περαιτέρω μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα από 3,5% σε 2% ή 1,5%, ο δημοσιονομικός χώρος διευρύνεται έτι περαιτέρω.
• Η πτώση των προσδοκώμενων επιτοκίων δανεισμού, είτε οφείλεται στην επικράτηση αυτών των τάσεων στις διεθνείς αγορές, είτε λόγω της βελτίωσης της εμπιστοσύνης στο ελληνικό Δημόσιο μετά τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και τη μείωση των αβεβαιοτήτων για την ελληνική οικονομία (country and sovereign risk), οδηγεί σε διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου.
• Οι δομικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών, οι αποκρατικοποιήσεις (όχι μόνο για ταμειακούς λόγους) και η αναβάθμιση της φορολογικής διοίκησης επίσης διευρύνουν τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής.
Κατά την Alpha Bank, η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας:
• Πρώτον, για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής. Είναι απαραίτητη η ουσιώδης αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος, έτσι ώστε η περιστολή ορισμένων κατηγοριών δαπανών να χρηματοδοτήσει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών σε επίπεδα που να καθιστούν δυνατή την προσέλκυση ιδιωτικών επιχειρηματικών και επενδυτικών πρωτοβουλιών καθώς και την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή άλλων κοινωνικών δαπανών. Η προσαρμογή έγινε κυρίως από το σκέλος των εσόδων και λιγότερο από την πλευρά των δαπανών.
• Δεύτερον, για τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στη φορολογία εισοδήματος, θα πρέπει να επιδιωχθεί η διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να φορολογείται με προοδευτική κλίμακα το σύνολο των πολιτών της χώρας με παράλληλη ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και της ηλεκτρονικής ανίχνευσης των περιπτώσεων φοροδιαφυγής. Τέλος, το ασφαλιστικό σύστημα προσαρμοζόμενο στις συνθήκες υψηλής ανεργίας θα πρέπει να διαμορφώσει συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης ανάμεσα στις γενιές.