Τη δυναμική των παραγόντων που προσδιορίζουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα, πέρα από τη συμβολή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, εξετάζει η Alpha Bank, στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την πραγματική δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα στο μακροχρόνιο ορίζοντα, καθώς η παράμετρος αυτή συνιστά βασικό στοιχείο της μελέτης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και του αξιόχρεου της χώρας.
Έτσι, λοιπόν, στην ανάλυσή της η τράπεζα, αναφέρεται στους παράγοντες που προσδιορίζουν μακροπρόθεσμα τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και στη δυνατότητα της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας να συμβάλλει ενεργά στην επιτάχυνση αυτής της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της μελέτης, όπως εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha Bank, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να προσδιορισθεί από:
(α) την περιορισμένη, ενδεχομένως και αρνητική συμβολή, του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και τη βραδεία αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας
(β) την άνοδο της παραγωγικότητας που δύναται να στηριχθεί στο υψηλής ποιότητας και εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και την εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και
(γ) την ισχυρή θετική επίπτωση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία θα υποστηριχθεί από την ανάγκη ανανέωσης του εξοπλισμού, την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας μέσω της σταδιακής επιστροφής των καταθέσεων και από την τόνωση της μέσης ροπής προς αποταμίευση.
Από την άλλη, για να συμβάλλει η ελληνική βιομηχανία στην ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας, κρίνεται σκόπιμη η αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων που εξουδετερώνουν μερικώς τα οφέλη από την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που συντελέστηκε στην περίοδο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογή. Τα κυριότερα ζητήματα είναι:
α) Η υψηλή φορολογία επί των κερδών των επιχειρήσεων σε σύγκριση με άλλες χώρες (Ελλάδα 29%, Κύπρος και Ιρλανδία 12,5%, Βουλγαρία 10%) αλλά και η έλλειψη ισχυρών φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις στην μεταποίηση ή για έρευνα και ανάπτυξη σε μεταποιητικές επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα, πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου που να παρέχει στοχευμένες φορολογικές απαλλαγές σε βιομηχανίες με εξαγωγικό χαρακτήρα ή εκείνες που πραγματοποιούν δαπάνες για σχηματισμό παγίου κεφαλαίου ή που συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.
β) Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών, το οποίο είναι στην Ελλάδα συγκριτικά υψηλότερο επιβαρύνει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα σε όρους τελικών τιμών (2016, Ελλάδα: 19,9% του συνολικού κόστους εργασίας, μέσος όρος ΟΟΣΑ: 14,4%).
γ) Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας δυσχεραίνει την απρόσκοπτη ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών είτε για την εξασφάλιση αδειών λειτουργίας είτε για την εκδίκαση υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης. Η γραφειοκρατία στις συναλλαγές με το Δημόσιο και οι πολύπλοκες διαδικασίες επίσης θα μπορούσαν να περιορισθούν με την ενίσχυση των διαδικασιών τύπου fast-track.
Τέλος, το ασαφές και ατελές χωροταξικό σχέδιο επιβαρύνει την αδειοδοτική διαδικασία καθώς δεν αποσαφηνίζονται σε πολλές περιπτώσεις οι χρήσεις γης με αποτέλεσμα η δημιουργία (ή η ταχεία) μετεγκατάσταση των μεταποιητικών μονάδων να παρακωλύεται σημαντικά.