Στο πάγιο πρόβλημα - κατά τα τελευταία έτη - της υψηλής ανεργίας, σε συνδυασμό με τη μείωση των μισθών, αναφέρεται το τελευταίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, παρατηρώντας πως εν μέσω και της αυξημένης φορολογίας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών περιορίζεται σημαντικά, αποτρέποντας την ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως άμεσα. Πάντως, οι αναλυτές κάνουν μνεία και στα τελευταία σημάδια για τονώσεως της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, η Alpha Bank σημειώνει πως η αύξηση των τουριστικών αφίξεων στα βασικότερα αεροδρόμια της χώρας (ΣΕΤΕ), λόγω της μεγάλης συμβολής των κρατήσεων της "τελευταίας στιγμής" που ευνοήθηκαν σε σημαντικό βαθμό από την πρόσφατη πολιτική αναταραχή στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την σημαντική αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής στο πρώτο εξάμηνο 2016 (4,3%), διαμορφώνουν συνθήκες περαιτέρω τονώσεως της απασχολήσεως σε ετήσια βάση στους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, αν και οι τελευταίες εξελίξεις στην απασχόληση, σε συνδυασμό με την πτωτική τάση του αριθμού των ανέργων προσδιόρισαν την αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, από 24,2% τον Δεκέμβριο 2015 σε 23,5% τον Μάιο 2015, η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε υψηλό επίπεδο επί μακρό χρονικό διάστημα αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
"Η Ελλάδα, παρά τις θεσμικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην αγορά εργασίας,
εξακολουθεί να έχει τις χαμηλότερες επιδόσεις στην αγοράς εργασίας έναντι των χωρών του ΟΟΣΑ", τονίζεται, μεταξύ άλλων.
Την ώρα, μάλιστα, που σύμφωνα και με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 22,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017, έναντι 27,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2013 και 7,9% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2007, η χώρα γνωρίζει και μείωση των μισθών.
Σημειωτέον πως η ασθενική αύξηση των πραγματικών μισθών θεωρείται κάτι που αναμενόμενο κατά τη διάρκεια της κρίσεως, αλλά στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιαπωνία, την Ισπανία και την Πορτογαλία παρατηρήθηκε μείωση μισθών.
Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας τις μισθολογικές αυξήσεις σε πραγματικούς όρους στην περίοδο 2000-2007 και 2008-2015, προκύπτει σημαντική επιδείνωση σε ορισμένες χώρες. Ανάμεσα σε αυτές είναι η Ελλάδα, όπου στα τέλη του 2015, οι ωριαίες αποδοχές σε πραγματικούς όρους ήταν χαμηλότερες κατά 22,5% συγκριτικά με αυτές που θα είχαν επικρατήσει εάν οι ωριαίες αποδοχές είχαν διατηρήσει τον ρυθμό αυξήσεως της περιόδου 2000-2007.
"Η μείωση των μισθών, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό ανεργίας και την αυξημένη φορολογία, περιορίζουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αποτρέποντας την ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως άμεσα", επισημαίνεται στο δελτίο που συνεχίζει στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν:
"Ο ΟΟΣΑ προτείνει μία σειρά μεταρρυθμίσεων με σκοπό να καταστεί ανταγωνιστική και περισσότερο ευέλικτη η αγορά εργασίας. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται η υιοθέτηση ακόμα πιο ευέλικτων μορφών απασχολήσεως, οι οποίες ναι μεν σε βραχύ διάστημα ενισχύουν την ημι-απασχόληση και περιορίζουν την αύξηση μισθών, ωστόσο, σε μακροχρόνιο ορίζοντα επιταχύνουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς η οικονομία επανέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά. Παράλληλα, αναγκαίες είναι και οι ενεργητικές πολιτικές απασχολήσεως και καταρτίσεως προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας".
Αναλυτικά, το οικονομικό δελτίο της Alpha Bank αναφέρει τα εξής:
Η αύξηση των τουριστικών αφίξεων στα βασικότερα αεροδρόμια της χώρας (ΣΕΤΕ), λόγω της μεγάλης συμβολής των κρατήσεων της "τελευταίας στιγμής" που ευνοήθηκαν σε σημαντικό βαθμό από την πρόσφατη πολιτική αναταραχή στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την σημαντική αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής στο πρώτο εξάμηνο 2016 (4,3%), διαμορφώνουν συνθήκες περαιτέρω τονώσεως της απασχολήσεως σε ετήσια βάση στους επόμενους μήνες. Ήδη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΛΣΤΑΤ), ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,7%, σε ετήσια βάση, τον Μάιο 2016 και σε όρους πενταμήνου κατά 2,7%, έναντι 1,4% το αντίστοιχο πεντάμηνο του 2015. Ανοδική είναι και η τάση της απασχολήσεως με βάση τον κινητό μέσο έξι μηνών. Αυξήθηκε, επίσης, αισθητά το ποσοστό απασχολήσεως (δηλαδή ο αριθμός των απασχολουμένων προς το σύνολο του ενεργού πληθυσμού) στο 45,4% στο πεντάμηνο 2016, έναντι 44,4% στην αντίστοιχη περίοδο του 2014.
Ειδικότερα, η τουριστική κίνηση ανέκτησε την ορμή της, δεδομένου ότι οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στα κύρια αεροδρόμια της χώρας αυξήθηκαν σημαντικά τον Ιούλιο και στο επτάμηνο 2016 κατά 9,1% και 8,2% αντίστοιχα σε ετήσια βάση. Ο αριθμός τουριστών ανήλθε σε 9,21 εκατ. στο επτάμηνο 2016, έναντι 8,66 εκατ. στην αντίστοιχη περίοδο του 2015. Η πτώση των διεθνών αεροπορικών αφίξεων στην Κω (-13,0%), στη Σάμο (-16,3%) και κυρίως στη Μυτιλήνη (-62%), περιοχές που πλήττονται έντονα από το μεταναστευτικό και προσφυγικό ρεύμα, υπεραντισταθμίσθηκε από τη σημαντική τουριστική ροή στα αεροδρόμια της Κρήτης (+12,8%), του Ιονίου (+13,3%), και των Κυκλάδων (+8,7%). Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, οι συνολικές αυξήσεις τουριστών αναμένεται να φθάσουν στα 25,0 εκατομμύρια το 2016, έναντι 23,6 εκατομμύρια το 2015 (αύξηση 6,0%).
Αναφορικά με την ανοδική πορεία της μεταποιητικής παραγωγής σημειώνεται ότι οι περισσότεροι κλάδοι κινήθηκαν σε θετικό έδαφος. Συγκεκριμένα, οι κλάδοι των τροφίμων (3,6%) του καπνού (12,3%), των παραγώγων πετρελαίου (11,0%), των μη μεταλλικών ορυκτών (10,1%) και των χημικών προϊόντων (6,9%) παρουσίασαν τις καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο εξαμήνου. Αντίθετα, αρνητικά συνέβαλαν κυρίως οι κλάδοι ειδών ενδύσεων (-13,8%) και μηχανοκίνητων οχημάτων (-18,9%).
Οι ανωτέρω εξελίξεις στην απασχόληση, σε συνδυασμό με την πτωτική τάση του αριθμού των ανέργων προσδιόρισαν την αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, από 24,2% τον Δεκέμβριο 2015 σε 23,5% τον Μάιο 2015 (εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Ωστόσο, η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε υψηλό επίπεδο επί μακρό χρονικό διάστημα αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας, απότοκο της αποεπενδύσεως στην περίοδο που ακολούθησε την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007 και την αδυναμία δανεισμού του ελληνικού δημοσίου το 2010. Μολονότι τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως αποτέλεσαν κοινό χαρακτηριστικό στις χώρες του ΟΟΣΑ, έλαβαν διαστάσεις στην Ελλάδα και την Ισπανία.
Εξαίρεση ήταν η Γερμανία, που κατέγραψε μία από τις πιο εντυπωσιακές επιδόσεις στην αγορά εργασίας το 2015 συγκριτικά με την έναρξη της διεθνούς κρίσεως το 2007. Συγκεκριμένα, πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι το 2017 πολλές χώρες του ΟΟΣΑ θα παρουσιάσουν χαμηλότερο ποσοστό απασχολήσεως και υψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε σχέση με το 2007. Η Ελλάδα, παρά τις θεσμικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην αγορά εργασίας, εξακολουθεί να έχει τις χαμηλότερες επιδόσεις στην αγοράς εργασίας έναντι των χωρών του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, 20 από τα 34 μέλη δεν έχουν ανακτήσει ακόμα το ποσοστό απασχολήσεως που κατεγράφη προ δεκαετίας, ενώ το 2017 αναμένεται η σύγκλιση του ποσοστού προς το μέσο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Παρατηρείται μάλιστα μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στις χώρες, καθώς όλες, πλην της Γερμανίας θα έχουν χαμηλότερο ποσοστό απασχολήσεως το 2017, έναντι του 2007. Επιπλέον, η Ελλάδα εμφανίζεται με τη χειρότερη επίδοση, καθώς το ποσοστό απασχολήσεως θα διαμορφωθεί το 2017 κατά 6,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με μια δεκαετία πριν.
Παράλληλα, με βάση τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται στο τέλος του 2017 σε 6,1% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, δηλαδή κατά 0,5 μονάδες υψηλότερο συγκριτικά με το τέλος του 2007. Η κόκκινη γραμμή που αποτυπώνει το προβλεπόμενο ποσοστό ανεργίας στο τέλος του 2017 δείχνει αύξηση του ποσοστού ανεργίας σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση τη Γερμανία όπου παρατηρείται μεγάλη μείωση του ποσοστού κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 0,2 μονάδες. Αντίθετα, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 22,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017, έναντι 27,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2013 και 7,9% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2007, ακολουθούμενη από την Ισπανία. Επισημαίνεται εξάλλου, η ασθενική αύξηση των πραγματικών μισθών, κάτι που είναι αναμενόμενο κατά τη διάρκεια της κρίσεως, ενώ στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιαπωνία, την Ισπανία και την Πορτογαλία παρατηρήθηκε μείωση μισθών.
Σύμφωνα με την εμπειρική σχέση της καμπύλης Phillips που παρουσιάζει ο ΟΟΣΑ, και περιγράφει τη σύνδεση μεταξύ του ονομαστικού μισθολογικού κόστους και της μεταβολής του ποσοστού ανεργίας την περίοδο 2007-2017, σε περιόδους κρίσεως η αύξηση του ποσοστού ανεργίας συνοδεύεται από περιορισμό του μισθολογικού κόστους. Ωστόσο, το πραγματικό μισθολογικό κόστος περιορίσθηκε λιγότερο σε σχέση με το ονομαστικό, λόγω του φαινομένου του αποπληθωρισμού που έπληξε τις οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ και κυρίως αυτές που ακολούθησαν έντονη δημοσιονομική προσαρμογή.
Συγκρίνοντας τις μισθολογικές αυξήσεις σε πραγματικούς όρους στην περίοδο 2000-2007 και 2008-2015, προκύπτει σημαντική επιδείνωση σε ορισμένες χώρες. Ανάμεσα σε αυτές είναι η Ελλάδα, όπου στα τέλη του 2015, οι ωριαίες αποδοχές σε πραγματικούς όρους ήταν χαμηλότερες κατά 22,5% συγκριτικά με αυτές που θα είχαν επικρατήσει εάν οι ωριαίες αποδοχές είχαν διατηρήσει τον ρυθμό αυξήσεως της περιόδου 2000-2007.
Ανάλογη είναι η εικόνα και στην Ιρλανδία, ενώ αντιθέτως, η Γερμανία βελτίωσε τη διαφορά αυτή κατά 14,6%. Η ανωτέρω εικόνα της Ελλάδας εγείρει ανησυχίες για μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας των μισθολογικών απολαβών, ειδικά εφόσον η παραγωγικότητα της εργασίας παραμείνει χαμηλή.
Η μείωση των μισθών, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό ανεργίας και την αυξημένη φορολογία, περιορίζουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αποτρέποντας την ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως άμεσα. Ο ΟΟΣΑ προτείνει μία σειρά μεταρρυθμίσεων με σκοπό να καταστεί ανταγωνιστική και περισσότερο ευέλικτη η αγορά εργασίας. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται η υιοθέτηση ακόμα πιο ευέλικτων μορφών απασχολήσεως, οι οποίες ναι μεν σε βραχύ διάστημα ενισχύουν την ημι-απασχόληση και περιορίζουν την αύξηση μισθών, ωστόσο, σε μακροχρόνιο ορίζοντα επιταχύνουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς η οικονομία επανέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά. Παράλληλα, αναγκαίες είναι και οι ενεργητικές πολιτικές απασχολήσεως και καταρτίσεως προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.