Την σημασία του μόνιμου χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και της εμπροστθοβαρούς εφαρμογής τους υπογραμμίζε στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο η Alpha Bank. Η τράπεζα εκτιμά ως εφικτό το στόχο της κυβέρνησης για οικονομική ανάπτυξη 2,8% το 2020, υπό την προϋπόθεση του εξορθολογισμού του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση συντελεστών φορολογίας με παράλληλο έλεγχο δαπανών) και των παρεμβάσεων του Αναπτυξιακού Νόμου, προσδιορίζοντας δύο καταλύτες για την διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής τα επόμενα έτη.
Συγκεκριμένα όπως αναφέρει στην ανάλυσή της η τράπεζα, το εγχείρημα αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η προσπάθεια ενίσχυσης του πλέγματος κινήτρων για επενδύσεις αποτέλεσαν τις πρώτες διαθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις της νέας κυβέρνησης στην ελληνική οικονομία. Στη σύγχρονη θεωρία οικονομικής πολιτικής, συχνά διατυπώνονται δύο κύρια χαρακτηριστικά τα οποία εν πολλοίς προσδιορίζουν την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων:
Πρώτον, οι οικονομικές μονάδες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να θεωρήσουν τις επερχόμενες μεταβολές στην οικονομική πολιτική ως μόνιμες και πλήρως εφαρμοζόμενες και κατά συνέπεια να τις ενσωματώσουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στη λήψη των καταναλωτικών/αποταμιευτικών και επενδυτικών τους αποφάσεων, αναφέρει το protothema.
Δεύτερον, o χρονισμός της υιοθέτησης των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον εκλογικό κύκλο συνιστά καθοριστική παράμετρο. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2019, κεφάλαιο 3), στην οποία αξιοποιούνται δεδομένα από πολλές χώρες παγκοσμίως, μια αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων οφείλει να είναι εμπροσθοβαρής, δηλαδή να εφαρμοσθεί επιτυχώς στα πρώτα στάδια της συνολικής κυβερνητικής θητείας. Μετά την περίοδο αυτή, το
πολιτικό κόστος που συνεπάγονται οι μεταρρυθμίσεις θεωρείται υψηλό, ιδιαίτερα όσο προσεγγίζεται η ημερομηνία της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Παράλληλα, η εμπροσθοβαρής eφαρμογή των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων, δίδει τη δυνατότητα το θετικό τους αποτέλεσμα να είναι ορατό πριν από την έλευση του επόμενου εκλογικού κύκλου.
Επιπλέον, η επίσπευση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αποτελούν θετικό σήμα για τις διεθνείς αγορές, εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει έναν «επιταχυντή εμπιστοσύνης» που θα περιορίσει το κόστος δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα προωθήσει τα επενδυτικά σχέδια.
Εν μέσω ενός περιβάλλοντος υψηλών προσδοκιών, οι οποίες αποτυπώνονται στην ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικού κλίματος, καθώς και της συρρίκνωσης του περιθωρίου αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το Προσχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020, στο οποίο ενσωματώνεται το σύνολο των αλλαγών στη φορολογική πολιτική και το Αναπτυξιακό Νομοσχέδιο, ως μοχλό ενίσχυσης των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Τα κυριότερα σημεία του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού έχουν ως ακολούθως. Η πρόβλεψη για ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης 2,8% το 2020, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προτιθέμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, προέρχεται κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που έχει ανακοινώσει η Κυβέρνηση, αποσκοπούν αφενός στην ενίσχυση της
οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής ευημερίας και αφετέρου στον εξορθολογισμό των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Οι παρεμβάσεις αυτές επομένως, διακρίνονται σε αναπτυξιακές και κοινωνικές (π.χ. χορήγηση επιδόματος €2.000 για κάθε παιδί που γεννιέται, μειώσεις των συντελεστών φορολογίας των επιχειρήσεων και των διανεμόμενων κερδών, αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και του φόρου υπεραξίας ακινήτων για τρία χρόνια) και σε παρεμβάσεις βελτίωσης του
δημοσιονομικού αποτελέσματος (π.χ. μέτρα προώθησης ηλεκτρονικών συναλλαγών, αύξηση εισπραξιμότητας εσόδων από ακίνητη περιουσία, επιτάχυνση επίλυσης δικαστικών υποθέσεων για φορολογικές διαφορές). Ως εκ τούτου, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2020 αναμένεται, σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, να διαμορφωθεί στο 3,56% του ΑΕΠ, έναντι 3,35% χωρίς την ενσωμάτωση των προτιθέμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, ενώ η καθαρή συμβολή των νέων μέτρων στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται σε 0,5 ποσοστιαίες μονάδες .
Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι κατά πόσο ο ρυθμός μεγέθυνσης που προβλέπεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού είναι επιτεύξιμος και φυσικά υπό ποιες προϋποθέσεις. Παρά τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, κυρίως όσον αφορά στο ισοζύγιο αγαθών και δευτερευόντως στο ισοζύγιο
υπηρεσιών, ένας ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης το 2020 είναι εφικτός. Τούτο δύναται να προκύψει ως αποτέλεσμα του εξορθολογισμού του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση συντελεστών φορολογίας με παράλληλο έλεγχο δαπανών) και των παρεμβάσεων του Αναπτυξιακού Νόμου που τονώνουν την επενδυτική δαπάνη και ενισχύουν την παραγωγικότητα. Σημαντικοί καταλύτες για μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα έτη θα είναι, πρώτον, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού ομολόγου, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και δεύτερον, η επιτυχία του σχεδίου αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο θα ενισχύσει τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας.
Η εκτίμηση του ρυθμού μεγέθυνσης που περιέχεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού υποστηρίζεται από το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά και από την ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως η απασχόληση, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η μεταποιητική παραγωγή, η οικοδομική δραστηριότητα και οι πωλήσεις αυτοκινήτων. Οι πωλήσεις επιβατικών Ι.Χ. αυτοκινήτων, οι οποίες αποτελούν δείκτη καταναλωτικής ζήτησης, κινούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, αυξήθηκαν κατά 22,2% το 2017, 25,8% αντίστοιχα το 2018, ενώ συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία και κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2019. Επιπλέον, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι κατέγραψε πτώση το πρώτο τρίμηνο του 2019, βελτιώνεται από τον Απρίλιο κι έπειτα, παράλληλα με την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπως αντανακλάται τόσο στην αύξηση των επενδύσεων σε ακίνητα, όσο και στην αύξηση των τιμών των ακινήτων (+13,1% και +6,3% αντίστοιχα, το πρώτο εξάμηνο του 2019).
Τέλος, η μεταποιητική παραγωγή σημειώνει θετικούς ρυθμούς μεταβολής τα τελευταία τρία χρόνια (2017: +2.9%, 2018: +2,8%, 2019 εννεάμηνο: +1,5%), γεγονός που οφείλεται μεταξύ άλλων και στον εξαγωγικό προσανατολισμό του κλάδου.
Η εισαγωγή του νέου Αναπτυξιακού Νόμου είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και περαιτέρω απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν. Η αξιόπιστη εφαρμογή του είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Οι επιχειρήσεις και οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια διαμορφώνει ένα μόνιμο πλέον θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Επιπλέον, η επιτάχυνση αδειών και εγκρίσεων για ορισμένα μεγάλα – σε όρους δαπάνης και απασχόλησης – έργα, ενισχύει την αξιοπιστία και την προσήλωση σε αυτήν την πολιτική.
Η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να αξιοποιήσει το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει, στην πρώιμη μετεκλογική περίοδο, τόσο στο εσωτερικό από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, όσο και στο εξωτερικό από τις αγορές και τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, οφείλει να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο. Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, το οποίο θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης,
καθώς προβλέπει μία σειρά από αλλαγές που στοχεύουν στη μείωση της γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών που αφορούν σε αδειοδοτικά, περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα.
Συγκεκριμένα, εισάγεται, μεταξύ άλλων, μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης αναφορικά με την έναρξη και την ολοκλήρωση της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και αναδιατυπώνονται οι γενικές αρχές αδειοδότησης των επιχειρήσεων. Επίσης, σημειώνεται ότι πλέον θα απαιτείται έγκριση λειτουργίας ή εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μόνο στις περιπτώσεις αποφυγής κινδύνων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, δημοσίου συμφέροντος κ.ά.). Παράλληλα, δημιουργούνται νέες υποδομές, όπως ο ενιαίος ψηφιακός χάρτης και το εθνικό μητρώο υποδομών, οι οποίες προβλέπουν την καταγραφή των χαρακτηριστικών των κτιρίων και των εκτάσεων που συνδέονται με την άσκηση επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς και όλων των δημοσίων υποδομών και κτιρίων.
Η θέση ότι η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας τα επόμενα έτη θα στηριχθεί στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και όχι στη ζήτηση από το εξωτερικό αντικατοπτρίζεται επαρκώς στις εκτιμήσεις που ενσωματώνονται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 αναμένεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων κατά 13,4% και
ιδιαίτερα από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (+15,8%), ενώ προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και η ανάκαμψη των δημοσίων επενδύσεων κατά 7,6%. Επίσης, σημαντική συμβολή θα έχει η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,8%, στηριζόμενη κυρίως στην εκτιμώμενη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας στο 15,6% το 2020. Από την άλλη πλευρά, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας, αναμένεται να έχει οριακά αρνητική συμβολή, αφού η μεγέθυνση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (+5,2%), περισσότερο τις εξαγωγές (+5,1%).
Η ταυτόχρονη επίτευξη ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής (2,8% ρυθμός μεγέθυνσης) και διασφάλισης δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας (πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ) το 2020, μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες για:
(α) την αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους και τη διαμόρφωση μιας δυναμικής δανειακής στρατηγικής του ελληνικού Δημοσίου και
(β) τον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών στόχων στο μέλλον, σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, εξέλιξη η οποία μπορεί να εξασφαλίσει το δημοσιονομικό χώρο που απαιτείται για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2020 στο 167,8% του ΑΕΠ, από 173,3% του ΑΕΠ το 2019. Η δανειοδότηση του ελληνικού Δημοσίου μέσω των αγορών τα επόμενα έτη αναμένεται να αντικαταστήσει σταδιακά τα δάνεια με ομόλογα. Το ύψος των δαπανών για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνεται περί το 3%-3,3% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, «οι μειωμένες δαπάνες τόκων τα τελευταία χρόνια οφείλονται στη μείωση του ύψους του δημοσίου χρέους, μετά την ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και την επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, τη μείωση των επιτοκίων των δανείων του μηχανισμού στήριξης και την αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας». Επίσης, δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του ελληνικού Δημοσίου και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το 2020, οι στόχοι της δανειακής στρατηγικής θα είναι: η διασφάλιση της εκδοτικής παρουσίας του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας, η μείωση των περιθωρίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας της Ελλάδας, ως κρατικού εκδότη, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας αλλά και της εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.