Ένα από τα βασικά ζητήματα σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, καθώς η χώρα οδηγείται σταδιακά προς την έξοδο από την ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, αφορά στην αποκατάσταση και περαιτέρω βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο της η Alpha Bank.
Όπως σημειώνει η τράπεζα, σε μεσοχρόνιο ορίζοντα το ζήτημα αυτό θα πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής προκειμένου να ενισχυθεί η θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Η επιτάχυνση της παραγωγικότητας μπορεί, σύμφωνα με την Alpha Bank, να στηριχθεί, πρώτον, στην προσέλκυση επενδυτικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα εκείνης που ενσωματώνει νέα τεχνολογία, και δεύτερον, στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων έτσι ώστε να εμπλουτισθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο και στην προσέλκυση εργασίας υψηλής εξειδικεύσεως καθώς και επιστημονικού δυναμικού που τα χρόνια της επταετούς οικονομικής κρίσεως ακολουθεί τάσεις φυγής εκτός Ελλάδος. Ο συνδυασμός των ανωτέρω παραγόντων δύναται να μετατρέψει το brain drain που χαρακτήρισε τη χώρα τα προηγούμενα έτη σε brain gain. Ας δούμε λοιπόν ποιά είναι η κατάσταση σήμερα σε αυτά τα δύο μέτωπα.
Όπως επισημαίνεται, ο δείκτης παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε στα χρόνια της κρίσεως ταχύτερα σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο δείκτη της Ευρωζώνης. Μεγαλύτερη πτώση σημειώνει ο δείκτης παραγωγικότητας στην Ελλάδα έναντι των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Από το 2010 έως σήμερα η παραγωγικότητα της εργασίας ακολουθεί συνεχή φθίνουσα πορεία, ενώ στο πρώτο εξάμηνο του 2016 παρατηρείται επιτάχυνση αυτής της πτωτικής πορείας . Η εξέλιξη κατά το τρέχον έτος είναι εν πολλοίς το τεχνικό αποτέλεσμα της αυξήσεως της απασχολήσεως παρά το γεγονός ότι παραμένουμε σε καθεστώς, έστω και ήπιας, υφέσεως.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή ο λόγος ΑΕΠ ανά απασχολούμενο μειώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2016 κατά 2,5%, λόγω της επιταχύνσεως της απασχολήσεως κατά 2,5% στο πρώτο εξάμηνο σε ετήσια βάση - σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας - και της υποχωρήσεως της οικονομικής δραστηριότητας κατά 0,96%. Παράλληλα, η πτωτική πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την αποεπένδυση στην περίοδο της τελευταίας επταετίας που οδήγησε σε μία άνευ προηγουμένου αποδυνάμωση του συντελεστή παραγωγής με τον οποίο συνδυάζεται η εργασία, δηλαδή το φυσικό κεφάλαιο της χώρας. Όπως προκύπτει από το Γράφημα 2, στην περίοδο της οικονομικής κρίσεως παρουσιάσθηκε σημαντική υποχώρηση των επενδύσεων που συνδυάστηκε με επιδείνωση της παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία.
Συνεπώς, ο πρώτος βασικός άξονας μιας στρατηγικής βελτιώσεως της παραγωγικότητας της εργασίας σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να κατευθύνεται στην προσέλκυση νέων επενδύσεων. Η τελευταία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ, καθώς αποτελεί μια από τις βασικές συνιστώσες του. Στην παρούσα φάση θα μπορούσε να αποτελέσει κινητήρια δύναμη της αναπτύξεως δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα παραμείνει υποτονική στα επόμενα τρίμηνα. Επιπλέον, οι επενδύσεις έχουν και έμμεσο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία, αφού έχουν ισχυρότερες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην επιτάχυνση της αναπτύξεως ενισχύοντας την απασχόληση μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και αυξημένων εισοδημάτων των νοικοκυριών και κερδών των επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, ένας από τους παράγοντες που εμπειρικά φαίνεται να αποτρέπουν την αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται με τη γήρανση του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ1, στην Ευρωζώνη, το ποσοστό των απασχολουμένων ηλικίας 55-64 στο σύνολο του εργατικού δυναμικού εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 20% σε δύο δεκαετίες, έναντι του 15% σήμερα. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, η αύξηση του άνω ποσοστού κατά πέντε εκατοστιαίες μονάδες συνδέεται με μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά περίπου τρεις εκατοστιαίες μονάδες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της γηράνσεως του εργατικού δυναμικού θα αντιμετωπίσουν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες ωστόσο έχουν ελάχιστα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών καθώς διαθέτουν υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, πάντως, η γήρανση του εργατικού δυναμικού δεν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά δημογραφικών παραγόντων. Άλλωστε, το ποσοστό συμμετοχής της ηλικιακής ομάδας 55-64 στο εργατικό δυναμικό ανέρχεται με ιδιαίτερα αργό ρυθμό. Η αποδυνάμωση του ανθρώπινου κεφαλαίου συνδέεται με την τάση φυγής από τη χώρα των νέων με υψηλή εκπαίδευση για αναζήτηση εργασίας, εξαιτίας της υψηλής ανεργίας που διογκώθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσεως. Ο σχεδιασμός των πολιτικών απασχολήσεως και προσελκύσεως επενδύσεων, όπως προαναφέρθηκε, οφείλει να αξιοποιήσει το δυναμικό των ελλήνων επιστημόνων και εργαζομένων στην αλλοδαπή για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων εντάσεως εργασίας υψηλής εξειδικεύσεως και τεχνολογίας.
Αξίζει να τονισθεί ότι οι προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων εντάσεως εξειδικευμένης εργασίας δύναται να μεταβάλλει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αναβαθμίζοντας το φυσικό κεφάλαιό της. Ενδεικτικό της τρέχουσας διαρθρώσεως της ελληνικής οικονομίας είναι το γεγονός ότι η παραγωγή μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών συνιστά ένα συγκριτικά μεγάλο τμήμα του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, ο τομέας των Υπηρεσιών απέδωσε στο πρώτο εξάμηνο του 2016 το 82,5% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας έναντι 81% συνολικά το 2015 και 74% που διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στην περίοδο 2000-2008.
Η μετάβαση της οικονομίας σε ένα περιβάλλον αναπτύξεως και αυξήσεως της παραγωγικότητας θα οδηγήσει στην ισόρροπη ανάπτυξη των τομέων της οικονομίας μέσω της αυξήσεως της ποσοστιαίας αναλογίας του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας και της υποχωρήσεως του μεριδίου του τριτογενούς τομέα στην οικονομική δραστηριότητα.