Η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας το 2018 (αύξηση ΑΕΠ κατά 1,9%), η οποία συνεχίστηκε – αν και με ασθενέστερο ρυθμό – κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 (1,3% σε ετήσια βάση), αντανακλάται στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ωστόσο η μεταβολή στην παραγωγικότητα της εργασίας (παραγόμενο προϊόν προς τον αριθμό των απασχολουμένων), κατέστη αρνητική κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 (jobs driven recovery), σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, αναφέρει το newmoney.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 2% (ήτοι 75,4 χιλιάδες άτομα) το 2018, ενώ το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 2,4% (ήτοι 90,2 χιλιάδες άτομα), σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσυνό διάστημα. Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης μπορεί να εκφρασθεί ως το άθροισμα των μεταβολών της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας. Η τελευταία ήταν αρνητική κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008 – 2016, ενώ επέστρεψε σε (οριακά) θετικό πεδίο τιμών το προηγούμενο έτος, λαμβάνοντας όμως εκ νέου αρνητικό πρόσημο στο πρώτο τρίμηνο του 2019.
Η ασθενική συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας στην παρούσα φάση ανάκαμψης της οικονομίας συνδέεται με την αισθητή υποχώρηση της επενδυτικής δαπάνης κατά τη διάρκεια της μακράς οικονομικής ύφεσης, η οποία εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς το ποσοστό αποσβέσεων υπερέβαινε το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας αλληλεπιδρά στην παραγωγική διαδικασία με χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαιο, αφού αυτό δεν έχει ανανεωθεί επαρκώς και δεν ενσωμάτωσε εξ ολοκλήρου τη νέα τεχνολογία και τις καινοτομίες της τελευταίας δεκαετίας
Όλοι σχεδόν οι κλάδοι (με εξαίρεση τον κατασκευαστικό) συνέβαλαν στην αύξηση των θέσεων εργασίας το πρώτο τρίμηνο του έτους. Μεγαλύτερη συμβολή ωστόσο είχε ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, ο οποίος απορρόφησε 30,6 χιλιάδες εργαζόμενους, οι λοιπές υπηρεσίες (29,5 χιλ.) και ο τουρισμός (20,2 χιλ.).
Στη βιομηχανία, ο αριθμός των εργαζομένων διαμορφώθηκε στις 434,1 χιλιάδες, αυξανόμενος κατά 9,3 χιλιάδες εν συγκρίσει με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Στη μεταποίηση συγκεκριμένα, οι θέσεις εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 83,7% του συνόλου στη βιομηχανία (363,5 χιλ.), αυξήθηκαν κατά 11,3 χιλιάδες. Από τους υπόλοιπους κλάδους καταγράφηκαν απώλειες της τάξης των 3,4 χιλιάδων εργαζομένων στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, με τα ορυχεία-λατομεία και την παροχή νερού να καταγράφουν αντίθετα άνοδο της απασχόλησης κατά 700 άτομα αντίστοιχα. Επισημαίνεται ότι οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία το 2010 αντιπροσώπευαν το 12,3% του συνόλου των εργαζομένων (10,7% αντίστοιχα η μεταποίηση), με το συγκεκριμένο ποσοστό να έχει μειωθεί σταδιακά κατά 1 ποσοστιαία μονάδα το 2018 και να διατηρείται στο ίδιο περίπου επίπεδο και το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Επιπλέον, ως προς τον τύπο απασχόλησης, οι μισθωτοί αυξήθηκαν κατά 111,7 χιλιάδες το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι, κατηγορία η οποία περιλαμβάνει τους απασχολούμενους με και χωρίς προσωπικό και τους βοηθούς σε οικογενειακές επιχειρήσεις, συρρικνώθηκαν κατά 21,6 χιλιάδες άτομα.
Σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, η νέα απασχόληση που δημιουργείται τα τελευταία χρόνια αντιστοιχεί περισσότερο σε θέσεις μισθωτής εργασίας και λιγότερο σε θέσεις αυτοαπασχόλησης, γεγονός το οποίο οφείλεται μεταξύ άλλων και στις δυσμενέστερες φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ως εκ τούτου, ο λόγος μισθωτών προς αυτοαπασχολούμενους αυξήθηκε οριακά στο 1,99 το 2018, από 1,94 το 2017 και 1,81 το 2010. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019, με το συγκεκριμένο λόγο να αυξάνεται περαιτέρω και να διαμορφώνεται στο 2,03, και πάλι ως αποτέλεσμα της ανόδου του αριθμητή (μισθωτή εργασία).
Η παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή ο λόγος του παραγόμενου προϊόντος (σε σταθερές τιμές 2010) προς τον αριθμό των απασχολουμένων ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, παρουσίασε βελτίωση κατά την περίοδο 2009 – 2018 στον πρωτογενή τομέα (+37,4%), τη βιομηχανία (+4,4%) και τις κατασκευές (+3,7%) – τομέας ο οποίος παρουσιάζει και τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις, ενώ αντίθετα αισθητή υποχώρηση καταγράφηκε στις υπηρεσίες (-13,2%).
Συγκεκριμένα, στη μεταποίηση, τον κατεξοχήν εξωστρεφή κλάδο της ελληνικής οικονομίας, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ήδη από το 2011, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κλάδου. Μετά την προσωρινή υποχώρηση της παραγωγικότητας το 2015, επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής από το 2016 και έπειτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και μέχρι το 2014 η αύξηση του δείκτη της παραγωγικότητας στηρίχθηκε κυρίως στη συρρίκνωση του παρονομαστή λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας, από το 2016 και έπειτα το παραγόμενο προϊόν στον κλάδο της μεταποίησης αυξάνεται ταχύτερα (+5,0%) σε σχέση με την απασχόληση (+2,9%).
Παράλληλα, παρατηρείται σταδιακή βελτίωση της παραγωγικότητας στον πρωτογενή κλάδο της οικονομίας, παρά την υποχώρηση του δείκτη κατά τα έτη 2013 και 2016. Ειδικά την τελευταία διετία η αύξηση της παραγωγικότητας οφείλεται κυρίως στην αύξηση του προϊόντος του κλάδου (2017: +10%, 2018: +2,9%), ενώ αυξάνεται και η απασχόληση (2017: +0,2%, 2018: +3,7%).
Στον κλάδο των κατασκευών αξιοσημείωτη αύξηση παρουσίασε η παραγωγικότητα της εργασίας το 2018 (+6,8%), γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου κατά 7,9% το ίδιο διάστημα. Το τελευταίο συμβαδίζει και με τα εθνικολογιστικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2019, σύμφωνα με τα οποία η θετική συμβολή του δευτερογενούς τομέα στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας προήλθε εξ ολοκλήρου από τον κλάδο των κατασκευών (+0,9 ποσοστιαίες μονάδες).
Τέλος, πτωτική είναι η τάση της παραγωγικότητας εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών με την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των υπηρεσιών να υποχωρεί αναλογικά περισσότερο από τον αριθμό των απασχολουμένων. Ωστόσο υπάρχει τάση σταθεροποίησης την τελευταία διετία, με τα δύο μεγέθη να καταγράφουν ετήσιες αυξήσεις ύψους περίπου 1,5%. Συγκεκριμένα η απασχόληση στον κλάδο των υπηρεσιών αυξήθηκε τόσο το 2017 όσο και το 2018 κατά 1,6%, ενώ το παραγόμενο προϊόν του κλάδου αυξήθηκε κατά 1,4% και 1,5% αντίστοιχα.