Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα συνεχίζουν να βελτιώνονται, όπως καταδεικνύει η περαιτέρω πτώση του εποχικά διορθωμένου ποσοστού της ανεργίας τον Φεβρουάριο, σε 12,8%, από 16,1% τον ίδιο μήνα του 2021 και 12,9% τον Ιανουάριο αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Η μείωση της ανεργίας προήλθε από την αξιοσημείωτη άνοδο των απασχολούμενων, κατά 12,4% ή 455,1 χιλ. άτομα, καθώς η τάση που καταγράφηκε κατά την πρώτη φάση της πανδημικής κρίσης, με τη μετακίνηση απασχολούμενων και ανέργων εκτός εργατικού δυναμικού έχει αντιστραφεί από τον Μάιο του 2021 και μετά.
Συγκεκριμένα, οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 99,5 χιλ. άτομα (-14,2%) τον Φεβρουάριο του 2021, σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, ενώ τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού σημείωσαν αντίστοιχη πτώση κατά 388 χιλ. άτομα, ή 11,1%. Επιπρόσθετα, έχουν μειωθεί αξιοσημείωτα οι απουσίες από την εργασία και έχει ανακάμψει ο μέσος όρος των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου του 2021.
Το ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα -δηλαδή το ποσοστό των απασχολούμενων προς το συνολικό πληθυσμό- ανέκαμψε από την πτώση που σημείωσε κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, υπερβαίνοντας το 2021 (57,3%) το αντίστοιχο ποσοστό του 2019 (56,5%). Αντίστοιχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ποσοστό της απασχόλησης επανήλθε το 2021 στο ίδιο επίπεδο που είχε καταγράψει το 2019 (68,4%). Αντίθετα, σε αρκετές ανεπτυγμένες οικονομίες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό απασχόλησης δεν έχει επιστρέψει στα προ-πανδημικά επίπεδα. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ωστόσο, παρατηρείται μία κοινή τάση που αφορά στην άνοδο των κενών θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με την πρόσφατη Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, April 2022), ορισμένοι από τους παράγοντες που έχουν συντελέσει σε αυτή την εξέλιξη, στις περιπτώσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι οι ακόλουθοι: (i) η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς νέων θέσεων εργασίας, (ii) η ανησυχία για τις υγειονομικές συνθήκες, πρωτίστως, και τα κέρδη αποτίμησης των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων (pension plan valuation gains), δευτερευόντως, που οδήγησαν σε αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, (iii) η αλλαγή των επαγγελματικών προτιμήσεων των εργαζομένων, με αποτέλεσμα τη σημαντική άνοδο των οικειοθελών παραιτήσεων, φαινόμενο που έχει ονομαστεί, ως η «μεγάλη παραίτηση» και (iv) η μείωση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, με σκοπό τη φροντίδα της οικογένειας, εξαιτίας των διαταραχών που προκάλεσε η πανδημία στο εκπαιδευτικό σύστημα και τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας.
Στο παρόν Δελτίο, αναλύουμε την παράλληλη άνοδο του ποσοστού απασχόλησης και των κενών θέσεων εργασίας στην ελληνική αγορά εργασίας, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η οποία αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην αναντιστοιχία των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Η διατήρηση αυτής της αναντιστοιχίας φαίνεται να ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την επάνοδο στο προπανδημικό επίπεδο του ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων, καθώς οι ίδιοι δηλώνουν και πάλι ότι αναζητούν εργασία επιστρέφοντας ουσιαστικά στο εργατικό δυναμικό. Αντίθετα, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών βελτιώνεται.
Στο Γράφημα 1 παρουσιάζεται η καμπύλη Beveridge για την ελληνική αγορά εργασίας, από το τέταρτο τρίμηνο του 2009, έως το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Η καμπύλη αυτή αναπαριστά την (αναμενόμενη) αρνητική συσχέτιση μεταξύ (α) του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας (σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat), το οποίο αποτελεί δείκτη ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και (β) του ποσοστού της ανεργίας. Οι κινήσεις κατά μήκος της καμπύλης σχετίζονται με τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των υφέσεων, υπάρχουν συνήθως λίγες κενές θέσεις και υψηλή ανεργία, ενώ κατά τη διάρκεια της επεκτατικής φάσης του οικονομικού κύκλου προσφέρονται περισσότερες θέσεις εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της ανεργίας.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ελλάδα και για ένα διάστημα περίπου δύο ετών, από το 2017 έως και το 2019, οι κενές θέσεις εργασίας παρέμεναν σταθερές, περίπου στο 0,6% επί του συνόλου των θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό της ανεργίας μειωνόταν. Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας υποχώρησε, φθάνοντας το πρώτο τρίμηνο του 2021 στο 0,35%, γεγονός που αποδίδεται στην επίδραση της πανδημίας και των περιορισμών που ήταν σε ισχύ για τον έλεγχο εξάπλωσής της, με αποτέλεσμα τη μείωση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Το τελευταίο συμβαδίζει με τον χαμηλότερο αριθμό προσλήψεων που πραγματοποιήθηκαν το 2020, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τετραετίας 2016-2019 (2 εκατ., από 2,5 εκατ., αντίστοιχα) σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη. Σημειώνεται, ωστόσο ότι και ο αριθμός των αποχωρήσεων ήταν σημαντικά μικρότερος το 2020, σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία, εξαιτίας των μέτρων που υιοθετήθηκαν για την προστασία της απασχόλησης.
Το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας αυξήθηκε σταδιακά από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά και επανήλθε το τέταρτο τρίμηνο του έτους στο 0,6% επί των συνολικών θέσεων εργασίας. Αντίστοιχα στην ΕΕ-27 το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2021 σε 2,6%, έναντι 1,8% το ίδιο τρίμηνο του 2020 και 2,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2019.
Το γεγονός ότι η περαιτέρω πτώση της ανεργίας στην Ελλάδα δεν συμπίεσε τις κενές θέσεις εργασίας, με το ποσοστό τους να παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερό, στο 0,6%, από το 2017 και μετά, ερμηνεύεται σε σημαντικό βαθμό από την αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Σημειώνεται ότι η άνοδος της απασχόλησης το 2021 στην Ελλάδα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3α, αφορούσε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ για τα άτομα που κατέχουν τίτλους έως και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η απασχόληση μειώθηκε. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση της Cedefop (2020 Skills Forecast), εκτός από τους επαγγελματίες, οι θέσεις εργασίας που εκτιμάται ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στην Ελλάδα μέχρι το 2030, είναι στην παροχή υπηρεσιών και τις πωλήσεις, καθώς και στον αγροτικό τομέα. Καθοριστικό παράγοντα για την ορθή και αποτελεσματική αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς (επαρκής κάλυψη της ζήτησης δεξιοτήτων) και αφετέρου να μην υπο-αξιοποιούνται (μείωση της ετεροαπασχόλησης και εύρεση εργασίας που να αξιοποιεί τα προσόντα), αποτελεί η ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης, κυρίως της τριτοβάθμιας, αλλά και της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με την αγορά εργασίας. Επιπλέον, η ενίσχυση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, εκτιμάται ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά στην πλήρωση των αντίστοιχων θέσεων εργασίας, οι οποίες βάσει της μελέτης της Cedefop αναμένεται ότι θα είναι σημαντικά αυξημένες μέχρι το 2030 (τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα).
Σε ό,τι αφορά στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2α, το ποσοστό απασχόλησης για τους άνω των 55 ετών, το οποίο είχε υποχωρήσει σημαντικά το δεύτερο τρίμηνο του 2020, έκτοτε αυξήθηκε φθάνοντας το 50,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό απασχόλησης των άνω των 55 ετών παρέμεινε την τελευταία εξαετία σε έντονα ανοδική τροχιά στην ΕΕ-27, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου, σύμφωνα με την Έκθεση του ΔΝΤ, το ποσοστό των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού που ανήκουν στην εν λόγω ηλικιακή ομάδα, είναι αυξημένο σε σύγκριση με την περίοδο προ της πανδημίας.
Επιπλέον, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2021 σε 50,1%, αυξημένο κατά 2,8 μονάδες, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2019 (Γράφημα 2β). Αντίστοιχα, στην ΕΕ-27 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών υπερέβη το τέταρτο τρίμηνο του 2021, το ποσοστό που είχε καταγραφεί το ίδιο διάστημα του 2019 (64,5%, έναντι 63,3%). Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, στις ΗΠΑ το ποσοστό των γυναικών (μητέρες με μικρά παιδιά) εκτός εργατικού δυναμικού αυξήθηκε σημαντικά από τα μέσα του 2020 και μετά. Τέλος σε ό,τι αφορά στις οικειοθελείς παραιτήσεις ο αριθμός τους στην Ελλάδα το 2021 διαμορφώθηκε στο ίδιο επίπεδο που είχε καταγραφεί τη διετία 2017-2018 (975 χιλ.), ενώ ήταν μικρότερος από τον αριθμό των οικειοθελών παραιτήσεων που σημειώθηκε το 2019 (1 εκατ.). Επομένως, στην Ελλάδα δεν προκύπτει ότι το φαινόμενο που προαναφέρθηκε είναι της ίδιας έντασης με το αντίστοιχο που παρατηρείται διεθνώς (π.χ. στις ΗΠΑ).
Η αναντιστοιχία μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας αντανακλάται, μεταξύ άλλων, και στο υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Οι μακροχρόνια άνεργοι ανήλθαν σε 64,9% επί του πληθυσμού των ανέργων το τέταρτο τρίμηνο του 2021, με το εν λόγω ποσοστό να είναι αυξημένο κατά 4,8%.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων μειώθηκε σημαντικά κατά το πρώτο έτος της πανδημίας. Δεδομένης της μείωσης του αριθμού των ανέργων αλλά και των απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, το τελευταίο πιθανότατα οφείλεται στη μετακίνηση μέρους του πληθυσμού των μακροχρόνια ανέργων εκτός εργατικού δυναμικού. Η παραμονή εκτός της αγοράς εργασίας, ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας την εύρεση εργασίας. Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμης σημασίας η ενίσχυση των υποδομών οι οποίες στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση, την κατάρτιση και την επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας, αλλά και των επενδύσεων σε επαγγελματική εκπαίδευση και συστήματα εκμάθησης για ενήλικες.