Τη διατήρηση της ισχυρής αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας και το 2022, αλλά με πιο μετριοπαθή ρυθμό (ως απόρροια των αυξημένων γεωπολιτικών προκλήσεων), προβλέπει μεταξύ άλλων η Alpha Bank, η οποία προεξοφλεί ότι η φετινή τουριστική σεζόν θα φθάσει στα επίπεδα του 2019.
Οι αναπτυξιακές δυναμικές, όπως επισημαίνεται στη σχετική μηνιαία μελέτη της τράπεζας, αναμένεται εν μέρει να μετριαστούν από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Έτσι, η Alpha Bank αναγκάζεται να περικόψει κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες την εκτίμηση για το ΑΕΠ το 2022, η οποία πλέον διαμορφώνεται στο 3,2%.
Πιο συγκεκριμένα, ο εν εξελίξει πόλεμος εκτιμάται ότι θα έχει δυσμενή αντίκτυπο στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, λόγω των εξής:
- Των επιπτώσεων των αυξημένων ενεργειακών τιμών στο κόστος παραγωγής, στην κερδοφορία και στα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων.
- Των επιπτώσεων του πληθωρισμού σε τρόφιμα και ενέργεια, σε συνδυασμό με την σημαντική ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, αλλά και στο διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
- Των επιπτώσεων στον ελληνικό τουρισμό, ως απόρροια της εξασθένησης του διαθέσιμου εισοδήματος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, τα οποία αποτελούν τη βασική πηγή προέλευσης των τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα.
- Της υψηλής αβεβαιότητας, η οποία επιδεινώνει το κόστος δανεισμού, ιδίως από την στιγμή που η χώρα δεν έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
- Της παράτασης της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και σε μικρότερη έκταση.
Παρά τους γεωπολιτικούς κινδύνους, ωστόσο, η Alpha Bank επιμένει ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές παραμένουν ισχυρές το 2022, χάρη:
- Στην ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, ο οποίος θα αγγίξει τα επίπεδα του 2019
- Στην ισχυρή επενδυτική «ένεση», η οποία στηρίζεται από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης
- Στη μετακύλιση της αναπτυξιακής ορμής του 2021
- Στον περιορισμό της απόστασης από την επενδυτική βαθμίδα
Οι επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την τραπεζική έκθεση, η ελληνική οικονομία θα υποστεί πλήγμα από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, το οποίο θα αποτυπωθεί μέσω δύο βασικών καναλιών. Της ενέργειας και του τουρισμού.
Η επί μακρόν περίοδος του υψηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τροφοδοτείται από τις αυξημένες τιμές σε αέριο, πετρέλαιο και τρόφιμα, όπως επίσης κι από την αβεβαιότητα που προκαλείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μάλιστα, οι πληθωριστικές πιέσεις ενδεχομένως να ενταθούν στο άμεσο μέλλον, λόγω της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους και των ενεργειακών ελλείψεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εξάρτηση της Ελλάδας από τις ενεργειακές εισαγωγές, η οποία παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά τις προσπάθειες αλλαγής του μίγματος με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΕΠ), οδηγεί σε υψηλότερο αντίκτυπο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό, όπως προαναφέρεται, εξαιτίας του μεριδίου εισαγωγής αερίου από τη Ρωσία και της εξάρτησης από εισαγωγές σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Ειδικότερα, το μερίδιο του εισαγόμενου αερίου (στοιχεία του 2020) από τη Ρωσία είναι ελαφρώς υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης (39% vs 38,1%). Την ίδια στιγμή, δε, η εξάρτηση από τις εισαγωγές σε αέριο και πετρέλαιο (ανεξαρτήτου χώρας προέλευσης) καθορίζεται στο 100,7% και στο 106,2% αντίστοιχα, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
«Το αυξημένο ενεργειακό κόστος περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική ικανότητα των νοικοκυριών, υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη. Μια μικρότερου αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι πιθανή. Αλλά οι αποταμιεύσεις της πανδημίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν στήριγμα» εξηγεί, μεταξύ άλλων, η Alpha Bank.
Όσον αφορά τον τομέα του τουρισμού, οι επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου αναμένονται περιορισμένες, λόγω του χαμηλού μεριδίου των Ρώσων στις τουριστικές αφίξεις. Από το 2014 και την κρίση στην Κριμαία, οι ροές από τη Ρωσία έχουν σταδιακά μειωθεί, εξαιτίας της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος (ρούβλι) έναντι του ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ οι Ρώσοι τουρίστες αντιστοιχούσαν στο 7,5% των συνολικών τουριστικών αφίξεων το 2013, το συγκεκριμένο ποσοστό υποχώρησε κάτω του 2% το 2019.
Ο κύριος αντίκτυπος στον τουρισμό, επομένως, εκτιμάται ότι θα προέλθει από την -υπό πίεση- αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι αποτελούν τη βασική «ατμομηχανή» των τουριστικών ροών προς την Ελλάδα. Ο αντίκτυπος, σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα είναι σχετικά μικρός.