Tο ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε σταθερές τιμές με ρυθμό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, τόσο κατά το τρέχον, όσο και το επόμενο έτος, παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, της διατήρησης του πληθωρισμού σε επίπεδα υψηλότερα του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της ανοδικής πορείας των επιτοκίων, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία.
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό για το 2024 μάλιστα, ο βασικός παράγοντας ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι οι επενδύσεις, ενισχύοντας την τάση αλλαγής του μίγματος οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία διαφαίνεται ήδη στα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2023. Επιπλέον, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα έχουν σχεδόν εξίσου θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ κατά το επόμενο έτος. Ο Προϋπολογισμός για το 2024 ενσωματώνει επιπλέον μέτρα για την ενίσχυση των εισοδημάτων, χωρίς ωστόσο να αποκλίνει από τους δημοσιονομικούς στόχους, με το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης να εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 και 2,1% για το 2024 και τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να συνεχίζει να αποκλιμακώνεται.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Alpha, το ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται βάσει του Προϋπολογισμού για το 2024, ότι θα αυξηθεί κατά 2,4% κατά το τρέχον έτος, με την ιδιωτική κατανάλωση να σημειώνει άνοδο κατά 2,9% και να συμβάλει κατά το μεγαλύτερο μέρος σε αυτό το αποτέλεσμα, ήτοι κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.). Το γεγονός αυτό συνδέεται με την άνοδο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 7,5% φέτος, καθώς και με την αύξηση της απασχόλησης και των τουριστικών εισπράξεων.
Επιπρόσθετα, η άνοδος των επενδύσεων κατά 7,1% εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει 1 π.μ. στην άνοδο του ΑΕΠ φέτος, όσο και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν συνολικά κατά 2,7%.
Οι καθαρές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν επίσης κατά 2,2%, με αποτέλεσμα οι καθαρές εξαγωγές να έχουν οριακά θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ το 2023 (0,1 π.μ.), ενώ η δημόσια κατανάλωση και τα αποθέματα (συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών διαφορών) θα αντισταθμίσουν μερικώς την άνοδο αυτή (κατά -0,1 και -0,6 π.μ., αντίστοιχα).
Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί το 2024, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ακόμα πιο έντονο ρυθμό (2,9%), πρωτίστως λόγω της αύξησης των επενδύσεων. Η αλλαγή στο μίγμα οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει από την αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 15,1%, με τη συμβολή του στην αύξηση του ΑΕΠ να υπολογίζεται σε 2,2 π.μ.
Εξίσου σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι η συνεισφορά των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κατά 2,1 π.μ.) οι οποίες θα αυξηθούν κατά 5,6%, ενώ και η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να συμβάλει θετικά στην άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας (κατά 0,9 π.μ.). Η δημόσια κατανάλωση και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα περιορίσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, όπως και φέτος, κατά 0,3 π.μ. και 2 π.μ., αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, τη διετία 2023-2024, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα θα υπερβεί σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn, November 2023) αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,6% φέτος και 1,2% κατά το επόμενο έτος.
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας
Σημαίνοντα ρόλο στην τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας κατέχουν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες καταγράφουν σημαντική ενίσχυση από το 2020 και μετά. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) αυξήθηκαν από Ευρώ 6,2 δισ., κατά μέσο όρο, το χρονικό διάστημα 2013-2019 σε Ευρώ 10,6 δισ. το 2020, με τη μεγάλη αυτή αύξηση να αποδίδεται στη χρηματοδότηση δράσεων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, ενώ, τη διετία 2021-2022, διαμορφώθηκαν περίπου στα Ευρώ 8,4 δισ.
Ωστόσο, από το 2021 οι επενδυτικές δαπάνες λαμβάνουν ώθηση και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο 2023, οι επενδυτικές δαπάνες εκτιμώνται σε Ευρώ 8,8 δισ. μέσω του ΠΔΕ (Ευρώ 6,8 δισ. κοινοτικοί πόροι και Ευρώ 2 δισ. εθνικοί πόροι) και Ευρώ 2,1 δισ. μέσω του σκέλους των επιδοτήσεων του ΤΑΑ. Για το 2024, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού, προβλέπεται να δαπανηθούν επενδυτικοί πόροι ύψους Ευρώ 12,2 δισ. (5,2% του ΑΕΠ), εκ των οποίων Ευρώ 8,6 δισ. προέρχονται από το ΠΔΕ (Ευρώ 6,5 δισ. κοινοτικοί πόροι και Ευρώ 2,1 δισ. εθνικοί πόροι) και Ευρώ 3,6 δισ. από το ΤΑΑ.
Σημειώνεται ότι, μετά από τη θετική αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την τελική έγκριση, το επόμενο διάστημα, από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων (ECOFIN), του αιτήματος της χώρας μας για επιπλέον δανειακούς πόρους Ευρώ 5 δισ. και επιχορηγήσεις Ευρώ 795 εκατ., τα συνολικά κεφάλαια από το ΤΑΑ (επιχορηγήσεις και δάνεια) αναμένεται να ανέλθουν σε Ευρώ 36 δισ. έως το 2026. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη σημασία της απρόσκοπτης υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευτεί Ευρώ 11,1 δισ. (Ευρώ 5,75 δισ. σε επιχορηγήσεις και Ευρώ 5,35 δισ. σε δάνεια) και εκκρεμεί αίτημα για εκταμίευση επιπλέον Ευρώ 3,6 δισ., ενώ έχουν ενταχθεί 718 έργα συνολικού προϋπολογισμού Ευρώ 20,7 δισ.
Δημοσιονομική Σταθερότητα εν μέσω υψηλής αβεβαιότητας
Η συνετή δημοσιονομική πολιτική, όπως αντανακλάται από την πρόωρη επιστροφή το 2022 σε πρωτογενές πλεόνασμα και τη σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, αναμένεται να διατηρηθεί, τόσο το τρέχον, όσο και το επόμενο έτος. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ενισχύει την αξιοπιστία της Ελλάδας και την ελκυστικότητά της ως επενδυτικός προορισμός, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, ιδίως από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που δεν κατατάσσουν ακόμα το ελληνικό αξιόχρεο σε επενδυτική βαθμίδα. Σημειώνεται ότι από το νέο έτος απενεργοποιείται η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, γεγονός που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην άσκηση αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα, μετά από τη δημοσιονομική αποσταθεροποίηση τη διετία 2020-2021, η οποία αποδίδεται στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, η χώρα επέστρεψε το 2022 σε οριακό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ, παρά τη δημοσιονομική στήριξη σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Για το τρέχον έτος το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,1% του ΑΕΠ (Ευρώ 2,6 δισ.), υψηλότερα έναντι των προβλέψεων που περιλαμβάνονταν στον Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2023 (0,7% του ΑΕΠ).
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος αποδίδεται στην αναμενόμενη υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, παρά την εκτιμώμενη υπέρβαση στο σκέλος των δαπανών. Συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να διαμορφωθούν σε Ευρώ 61,3 δισ., αυξημένα κατά 8,1% έναντι του στόχου.
Όσον αφορά στο 2024, προβλέπεται διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε Ευρώ 5 δισ., που αντιστοιχεί σε 2,1% του ΑΕΠ, παρά την εφαρμογή δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση των εισοδημάτων, όπως, μεταξύ άλλων, οι αυξήσεις στους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, στις συντάξεις και στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, καθώς και η αύξηση του αφορολόγητου κατά Ευρώ 1.000 για οικογένειες με παιδιά. Τα έσοδα από φόρους εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 2,7% έναντι του 2023, κυρίως λόγω της αύξησης του ΑΕΠ, ενώ η εκτιμώμενη αύξηση των δαπανών θα είναι της τάξης του 2,4%. Παράλληλα, ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω, από 172,6% το 2022 σε 160,3% το 2023 και 152,3% το 2024.
Οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία διαφαίνονται θετικές, με την ιδιωτική κατανάλωση να ανθίσταται στις πληθωριστικές πιέσεις, την επενδυτική δραστηριότητα να αυξάνεται και τη δημοσιονομική σταθερότητα να διατηρείται. Εντούτοις, η υψηλή αβεβαιότητα στο εξωτερικό περιβάλλον παραμένει, με τους κυριότερους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την οικονομία της χώρας να σχετίζονται με τις αρνητικές επιπτώσεις που απορρέουν από τη γεωπολιτική αστάθεια και ιδίως τις δύο εν εξελίξει συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, τον ρυθμό μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, την επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών εξαιτίας των αυξήσεων των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από την εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων.