Η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, σε συνδυασμό τόσο με την καλύτερη του αναμενομένου επίδοση του τουρισμού, οδηγούν την ανάπτυξη της οικονομίας σε υψηλότερα επίπεδα από τις αρχικές προβλέψεις.
Αυτό αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικής εξελίξεων του τμήματος ανάλυσης της Alpha Bank, στο οποίο υπογραμμίζεται ότι οι αφίξεις τουριστών τον Αύγουστο έφθασαν στο 60% των αφίξεων του Αυγούστου του 2019, ενώ η διαφαινόμενη επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, (με τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο να καταγράφουν αύξηση στις αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών κατά 105,5% και 125% σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2020), δημιουργούν προσδοκίες για έναν υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναλυτές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές προβλέψεις της αναθεώρησε επί τα βελτίω την εκτίμησή της για τον ρυθμό μεγέθυνσης για το 2021 σε 7,1% από 4,3%, σύμφωνα με τις καλοκαιρινές προβλέψεις της, ως απόρροια της αναμενόμενης ισχυρής ανάκαμψης τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και των επενδύσεων, λόγω της αναμενόμενης εισροής πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς και τα επόμενα έτη. Επιπροσθέτως, σημαντικός παράγοντας που αναμένεται να καταστήσει τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό αποτελεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα στην επόμενη διετία και ειδικότερα η επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα.
Η βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας και η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να προσδώσει σημαντικά οφέλη στην ελληνική οικονομία, μειώνοντας περαιτέρω το κόστος δανεισμού της, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και διευκολύνοντας τη συμμετοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο αναμένεται να παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 2022.
Η αυξητική τάση των αποδόσεων παρατηρείται σε εντονότερο βαθμό από τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους και μετά, αντανακλώντας τις πληθωριστικές πιέσεις που επικρατούν σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου, για τα επόμενα δύο χρόνια, είναι μικρότερες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες. Επίσης, η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι μόνες από τις επιλεγμένες χώρες που έχουν λάβει από μία θετική αξιολόγηση των προοπτικών της οικονομίας, γεγονός που συνεπάγεται αυξημένες πιθανότητες αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας (πράσινο χρώμα σφαίρας).
Η τρέχουσα πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας την κατατάσσει δύο διαβαθμίσεις μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, σύμφωνα με την Standard & Poors και την Fitch (BB), με θετικές και σταθερές προοπτικές αντίστοιχα, ενώ, σύμφωνα με τη Moody’s, η ελληνική οικονομία απέχει τρεις διαβαθμίσεις μέχρι την επενδυτική βαθμίδα, με σταθερές προοπτικές. Οι καταλύτες που αναμένεται να συμβάλλουν, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, στην ταχύτερη επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, συμβάλλοντας στην προσέλκυση επενδύσεων, την εγκαθίδρυση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και τη δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, είναι οι ακόλουθες.
Πρώτον, η διαφαινόμενη επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ τα επόμενα δύο έτη, σε συνδυασμό αφενός με τις μέτριας έντασης και πιθανότατα παροδικές πληθωριστικές πιέσεις, αναμένεται να αυξήσουν περαιτέρω το ονομαστικό ΑΕΠ. Η άνοδος του ονομαστικού ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια τα επόμενα έτη, εκτιμάται ότι θα βοηθήσουν σημαντικά στην αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Tο 2020, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά, υπερβαίνοντας το 200% (206,3%), εξαιτίας της ραγδαίας πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας (-9,8% σε ονομαστικούς όρους), με αποτέλεσμα η διαφορά των ονομαστικών επιτοκίων από τον ονομαστικό ρυθμό μεγέθυνσης (snowball effect) να συμβάλλει θετικά στην άνοδο του χρέους, και της ισχυρής επεκτατικής δημοσιονομικής παρέμβασης για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν, γεγονός που δημιούργησε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα σε όρους ενισχυμένης εποπτείας (-7,5%).
Ωστόσο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2022), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα επανέλθει σε καθοδική τροχιά από το τρέχον έτος και μετά. Συγκεκριμένα, το χρέος εκτιμάται ότι θα φτάσει το 197,9% του ΑΕΠ το 2021 και το 190,4% του ΑΕΠ το 2022. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει επίσης μία καθοδική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, αλλά με μικρότερη κλίση (2021: 202,9%; 2022: 196,9%). Παρά την εκτίμηση για πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του -7,7% το 2021, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα συμπιεστεί, ως απόρροια της μειωτικής επίδρασης που αναμένεται να έχει το snowball effect, λόγω της ισχυρής μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ. Το 2022, η καθοδική πορεία του χρέους προβλέπεται να συνεχιστεί, αφενός λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής μεγέθυνσης και αφετέρου λόγω της σταδιακής επαναφοράς των δημόσιων οικονομικών σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, με συρρίκνωση του ελλείμματος σε -0,9% του ΑΕΠ το 2022, ενώ από το 2023 και έπειτα προβλέπεται σταδιακή επιστροφή σε καθεστώς πρωτογενών πλεονασμάτων.
Δεύτερον, η περαιτέρω συρρίκνωση του δημοσίου χρέους, μέσω της χρήσης του ταμειακού διαθεσίμου ασφαλείας (cash buffer) για την αποπληρωμή ομολόγων που κατέχουν επίσημοι φορείς, το οποίο αναμένεται να έχει θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στο επενδυτικό κλίμα, λόγω της ταχύτερης σύγκλισης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου με το χρέος άλλων χωρών της νότιας Ευρώπης (Χρέος Ιταλίας 2020: 155,6% του ΑΕΠ).
Τρίτον, η εμπροσθοβαρής υλοποίηση έργων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αναμένεται να προσδώσει νέαδυναμική στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και να σηματοδοτήσει την προσήλωση της κυβέρνησης στην απρόσκοπτη εφαρμογή των επενδυτικών σχεδίων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τέταρτον, η υιοθέτηση βασικών οριζόντιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (όπως, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και η επίτευξη σταθερού φορολογικού καθεστώτος) αναμένεται να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θεσμικού περιβάλλοντος ευνοϊκού προς την επιχειρηματικότητα και στην προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό.