H παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται σημαντικός δείκτης για τη διατήρηση υψηλών πραγματικών μισθών και σταθερής ανάπτυξης σε μία οικονομία, ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα λειτουργεί ως εμπόδιο στην ανάπτυξη.
Οπως επισημαίνεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Economic Research της Alpha Bank, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν εφαρμόσει διάφορες πολιτικές, μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, ώστε να αντιστραφεί η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, χωρίς, ωστόσο, μεγάλη επιτυχία. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα τώρα που τα κράτη της Ευρώπης σταθμίζουν τον οικονομικό αντίκτυπο της αναμενόμενης μείωσης των επιτοκίων. Παράλληλα, το μεγάλο χάσμα της παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλλά και τους υπεύθυνους χάραξης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ιστορικά, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η αύξηση της παραγωγικότητας (αξία παραγωγής ανά ώρα εργασίας), στις ΗΠΑ, ήταν διπλάσια από την αντίστοιχη της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ). Το ερώτημα που ανακύπτει είναι που οφείλεται αυτή η διαφορά;
- Πρώτον, στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες, με μία παράδοση ισχυρών συνδικάτων, αντιστέκονται περισσότερο στην υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence), προκειμένου να μην χαθούν πολλές θέσεις εργασίας. Παράλληλα, οι αμερικανικές εταιρείες διαχρονικά αξιοποιούν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα επιτεύγματα της ψηφιακής επανάστασης, διατηρώντας το προβάδισμα της παραγωγικότητας.
- Δεύτερον, οι αυστηρότεροι κανόνες που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σε σχέση με τις ΗΠΑ ενδέχεται να επιβραδύνουν την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξοικονόμηση του συντελεστή εργασίας και, επομένως, για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας.
- Τρίτον, η καινοτομία είναι καθοριστικός παράγοντας της τεχνολογικής προόδου και, κατ’ επέκταση, της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ΕΕ παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις σε σύγκριση με τις ΗΠΑ όσον αφορά στις δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D). Ενδεικτικά, το 1991, οι δαπάνες για R&D (σε σταθερές τιμές δολαρίου 2015, PPP), στις ΗΠΑ, ήταν σχεδόν 40% υψηλότερες από τις αντίστοιχες στην ΕΕ.
Αυτή η διαφορά διευρύνθηκε σταδιακά, μέχρι το 2011, ενώ, από το 2014 μέχρι σήμερα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών για R&D, στις ΗΠΑ, ήταν σχεδόν διπλάσιος από αυτόν της ΕΕ.
- Τέταρτον, ένας συγκυριακός παράγοντας, που επηρέασε πρόσφατα την παραγωγικότητα της εργασίας, ήταν η ενεργειακή διαταραχή που έπληξε την Ευρώπη, το 2022, και ανάγκασε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να περιορίσουν τις ενεργοβόρες δραστηριότητές τους ή να προχωρήσουν σε δαπανηρή αναδιάρθρωση της παραγωγής τους. Αντίθετα, οι ΗΠΑ, που είναι πιο αυτάρκεις σε ενέργεια, δεν ήταν ευάλωτες στις ενεργειακές ανατιμήσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
Πως συνδέεται η παραγωγικότητα της εργασίας με τις τεχνολογικές εξελίξεις;
Οι οικονομικές επιδόσεις μίας χώρας εξαρτώνται από τη διαθέσιμη εργασία και το διαθέσιμο κεφάλαιο, καθώς και από το πόσο παραγωγικά χρησιμοποιούνται αυτοί οι δύο συντελεστές. Πως συνδέονται, όμως, οι δύο συντελεστές; Η «εμβάθυνση κεφαλαίου», δηλαδή η αύξηση του λόγου του αποθέματος κεφαλαίου προς τον αριθμό των ωρών εργασίας, -ceteris paribus- οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι εργαζόμενοι της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι οποίοι όταν έχουν πρόσβαση σε μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας μπορούν να παράγουν περισσότερα οχήματα στον ίδιο χρόνο. Η εμβάθυνση του κεφαλαίου, επομένως, οδηγεί σε αύξηση της συνολικής παραγωγής.
Στο Γράφημα 1, απεικονίζονται οι δείκτες παραγωγικότητας της εργασίας σε επιλεγμένες χώρες, από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η σημαντικότερη διαπίστωση είναι ότι διαχρονικά η Ευρώπη έπεται των ΗΠΑ, ωστόσο κατάφερε να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να καλύψει, σε σημαντικό βαθμό, τη διαφορά, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε μία νέα τεχνολογική ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της διάδοσης του διαδικτύου και των εξελίξεων στις τηλεπικοινωνίες. Οι αμερικανικές εταιρείες επωφελήθηκαν από τη χρήση νέων σχεδόν διπλάσια, της τάξης του 53%.
Όσον αφορά στη γεωγραφική κατανομή στην Ευρώπη, χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας εντοπίζεται κυρίως στον Ευρωπαϊκό Νότο. Ενδεικτικά, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία υστερούν, εδώ και 3 δεκαετίες, ενώ συνολικά η παραγωγικότητα της εργασίας στις νότιες χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας) είναι κατά 1/3 χαμηλότερη συγκριτικά με τη Βορειοκεντρική Ευρώπη. Εξαίρεση αποτελεί η Ελβετία (και η Ιρλανδία τα τελευταία έτη), καθώς υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης παραγωγικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί, εν μέρει, από την ιδιαίτερα υψηλή ένταση κεφαλαίου (ανά ώρα εργασίας), από τον διεθνή προσανατολισμό του χρηματοπιστωτικού κέντρου και της κεφαλαιαγοράς και από την εξωστρέφεια της χώρας προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Isabel Schnabel, ανώτατο στέλεχος της ΕΚΤ, επιβεβαίωσε πρόσφατα το παραπάνω επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι η ΖτΕ έχει χάσει περίπου το 20% της παραγωγικότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εξαιτίας της αδυναμίας της να αποκομίσει τα οφέλη των εξελίξεων της ψηφιακής τεχνολογίας, όπως το cloud computing και άλλες εφαρμογές λογισμικού. Ως εκ τούτου, το «χάσμα καινοτομίας» μεταξύ των δύο οικονομιών είναι μεγάλο. Επιπλέον, σημειώνει ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι η τεχνολογική γνώση δεν διανέμεται μεταξύ των χωρών, αλλά το ότι μόνο ένα πολύ μικρό μερίδιο επιχειρήσεων εντός των χωρών τη χρησιμοποιούν αποτελεσματικά. Επίσης, προσθέτει ότι πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες είναι πολύ μικρές σε μέγεθος και υπόκεινται σε περιορισμούς από κανονισμούς, προκειμένου να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νέα τεχνολογία.
Ενδεικτικά, οι εταιρείες με περισσότερους από 250 εργαζόμενους αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα στις ΗΠΑ, αλλά στην ΕΕ αυτό κυμαίνεται μεταξύ 12% στην Ελλάδα και 37% στη Γερμανία. Το συμπέρασμα είναι ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες επενδύουν περισσότερο και είναι πιο παραγωγικές. Η διασυνοριακή χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας και τεχνητής νοημοσύνης συνδέεται με ισχυρές οικονομίες κλίμακας, που μόνο λίγες και εξαιρετικά καινοτόμες εταιρείες μπορούν να επιτύχουν. Οι χώρες που είναι σε θέση να προσελκύσουν τέτοιες εταιρείες, όπως οι εταιρείες τεχνολογίας στις ΗΠΑ ή και οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελβετία, επωφελούνται από αυτήν την ενισχυμένη παραγωγικότητα.
Συμπερασματικά, η Ευρώπη υστερεί όσον αφορά στην παραγωγικότητα της εργασίας σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, ωστόσο, όπως έχει δείξει στο παρελθόν, μπορεί να καλύψει τη διαφορά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, και εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει ανατεθεί στον πρώην κεντρικό τραπεζίτη, κ. Μάριο Ντράγκι, να παρουσιάσει μέχρι το τέλος του 2024, μία σειρά προτάσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη. Μεταξύ άλλων, αναμένεται να προτείνει την ολοκλήρωση της ενοποίησης των κεφαλαιαγορών, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να χρηματοδοτούν με μεγαλύτερη ευελιξία τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Επίσης, θα συστήσει την άρση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, γεγονός που θα εντείνει την πίεση στις επιχειρήσεις να επενδύσουν στην καινοτομία, προκειμένου να επιβιώσουν. Όσο πιο έντονος και ανεμπόδιστος είναι ο ιδιωτικός ανταγωνισμός, τόσο πιο γρήγορα διαδίδονται οι νέες τεχνολογίες (Τεχνητή Νοημοσύνη) και τόσο πιο γρήγορα αυξάνεται η παραγωγικότητα στην οικονομία. Άλλωστε, πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της ετήσιας παραγωγικότητας παγκοσμίως κατά 1% με 1,5%, σε βάθος 10ετίας. Τέλος, θα υποστηρίξει την ανάγκη για μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και αυτάρκεια της Ευρώπης, ώστε να είναι περισσότερο οχυρωμένη έναντι πιθανών ενεργειακών διαταραχών.