Υπέρ της Amazon τάχθηκε το ανώτατο δικαστήριο της Ευρώπης σε μια υπόθεση στην οποία ο κολοσσός του ηλεκτρονικού εμπορίου των ΗΠΑ κατηγορήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παράνομα φορολογικά οφέλη.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ECJ) δήλωσε ότι η Κομισιόν, «δεν είχε αποδείξει» ότι μια φορολογική συμφωνία μεταξύ της Amazon και του Λουξεμβούργου ήταν «μια κρατική ενίσχυση που ήταν ασύμβατη με την εσωτερική αγορά».
«Χαιρετίζουμε την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνει ότι η Amazon ακολούθησε όλους τους ισχύοντες νόμους και δεν έλαβε ειδική μεταχείριση», ανέφερε η εταιρεία σε δήλωση.
Η υπόθεση ξεκινά από το 2017, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η Amazon έλαβε φορολογικά πλεονεκτήματα στο Λουξεμβούργο, όπου βρίσκεται η ευρωπαϊκή της έδρα.
Η Amazon διατάχθηκε να επιστρέψει 250 εκατομμύρια ευρώ στο Λουξεμβούργο το 2017.
Ο αμερικανικός τεχνολογικός γίγαντας άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Το 2021 το γενικό δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε ότι η Επιτροπή απέτυχε να αποδείξει ότι υπήρχε παράνομο φορολογικό πλεονέκτημα που δόθηκε στην Amazon από το Λουξεμβούργο.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή άσκησε έφεση, στέλνοντας την υπόθεση στο ΔΕΕ, το ανώτατο δικαστήριο της Ευρώπης.
Αυτό απέρριψε την έφεση της Επιτροπής ως ένα άλλο πλήγμα για την επικεφαλής ανταγωνισμού της ΕΕ Μαργκρέτε Βεστάγκερ, η οποία προσπάθησε να χαλιναγωγήσει την εξουσία των εταιρειών τεχνολογίας που λειτουργούν στο μπλοκ των 27 μελών και να αμφισβητήσει ορισμένες από τις φορολογικές τους πρακτικές.
Το 2016, η Επιτροπή διέταξε την Ιρλανδία να ζητήσει 13 δισεκατομμύρια ευρώ σε αναδρομικούς φόρους από την Apple. Όπως είχε υποστηρίξει η ΕΕ εκείνη την εποχή, η Ιρλανδία όπου βρίσκεται η Ευρωπαϊκή βάση της Apple, παρείχε στον τεχνολογικό γίγαντα των ΗΠΑ προνομιακή φορολογική μεταχείριση.
Η Apple κέρδισε μια έφεση το 2020, ωστόσο η απόφαση βρίσκεται τώρα υπό αμφισβήτηση από την Επιτροπή. Το ΔΕΕ μπορεί να έχει τον τελευταίο λόγο και σε αυτή την υπόθεση.