Αλλάζουν, όπως φαίνεται, αργά αλλά σταθερά τα μετα-πανδημικά δεδομένα της αγοράς εργασίας λόγω της τρέχουσας κρίσης. Ο πληθωρισμός, η μεταβλητότητα των αγορών και η αυξημένη πιθανότητα ύφεσης έχουν οδηγήσει τις εταιρείες σε ανασύσταση των σχεδίων τους για προσλήψεις, ενώ οδηγούν άλλες σε απολύσεις.
Η Meta, η Twitter και η Uber είναι μερικές από τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν αναθεωρήσει την στρατηγική μαζικών προσλήψεών τους το τελευταίο διάστημα. Ο CEO της Uber, Dara Khosrowshahi απέστειλε e-mail στους εργαζομένους της εταιρείας υπογραμμίζοντας πως «η Uber θεωρεί την πρόσληψη ως προνόμιο και θα προσλάβουμε προσωπικό μόνο όταν και όπου το χρειαζόμαστε». Εκπρόσωπος της Meta ανέφερε στο CNBC πως «λόγω των οικονομικών δεδομένων μας αυτή την περίοδο, αναγκαζόμαστε να μειώσουμε τις προσλήψεις».
Οι Carvana και Robinhood αποτελούν δύο εκ των εταιρειών που πρόσφατα προσέλαβαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων αλλά τώρα αναγκάζονται να προχωρήσουν σε απολύσεις.
«H μείωση του εργατικού δυναμικού της Robinhood θα βελτιώσει την αποδοτικότητά μας και την ανάπτυξή μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο CEO της εν λόγω εταιρείας Vlad Tenev σε νέο blog post, ανακοινώνοντας πως η επιχείρηση θα προχωρήσει σε απόλυση 9% των εργαζομένων της (3.800 άτομα). Το Netflix, από την πλευρά του, απέλυσε 150 εργαζόμενους.
Η αλλαγή της δυναμικής αυτής ενδέχεται να δώσει την ευκαιρία σε ορισμένες εταιρείες να αλλάξουν το αφήγημα της πλήρους απασχόλησης μέσω τηλεργασίας που ζητούν οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς. Πολλές εταιρείες ενδέχεται να αρχίσουν να ζητούν τη μερική επιστροφή των εργαζομένων τους στο γραφείο.
«Το υβριδικό μοντέλο δεν πρόκειται να σταματήσει, αλλά αρκετές εταιρείες όπως οι χρηματοοικονομικές θα πιέσουν τους εργαζομένους τους να επιστρέψουν στα γραφεία για μερικές ημέρες την εβδομάδα», ανέφερε ο Johnny C. Taylor Jr, πρόεδρος και CEO της Society for Human Resource Management (SHRM).
Πριν την πανδημία, περίπου το 10% των Αμερικανών εργαζομένων απασχολούνταν μέσω πλήρους τηλεργασίας σύμφωνα με τα δεδομένα της SHRM. «Μέχρι το τέλος του 2024 πιστεύουμε πως το ποσοστό αυτό θα φτάσει το 20%», ανέφερε ο Taylor.
H διαφορά της παρούσας κατάστασης με τις οικονομικές υφέσεις του 2001 και του 2007-2009, σύμφωνα με την Jeanniey Walden, CIO της DailyPay, είναι πως η Fed -σε αντίθεση με το παρελθόν- έχει αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκιά της. Παράλληλα, οι κενές θέσεις εργασίας είναι υπερδιπλάσιες σε σχέση με το παρελθόν.
«Οι εργαζόμενοι θα απαιτήσουν τη διαπραγμάτευση για υβριδικό μοντέλο», ανέφερε ο Taylor Jr. «Το επίπεδο αυτό, όμως, θα είναι διαφορετικό για κάθε επιμέρους εταιρεία. Μία ημέρα στο γραφείο και τέσσερις στο σπίτι, μέχρι το αντίστροφο».
Αρκετές τράπεζες της Wall Street όπως η Goldman Sachs και η JPMorgan απαιτούν την επιστροφή των εργαζομένων τους στα γραφεία, ενώ άλλες έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν μία διαφορετική στρατηγική, αφήνοντας τους εργαζομένους να επιλέξουν τον τόπο εργασίας τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία Απριλίου, 38% των εργαζομένων στο Μανχάταν βρίσκονταν στο γραφείο κάποια ημέρα της εβδομάδας, αλλά μόλις 8% βρίσκονταν στα γραφεία τους κάθε μέρα. Το ποσοστό της πλήρους τηλεργασίας μειώθηκε από το 54% του Οκτωβρίου στο 28% στα τέλη Απριλίου.
Πολλές, όμως, είναι και οι περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στις όποιες προσπάθειες των εργοδοτών για μερική ή πλήρη επιστροφή στα γραφεία.
Σύμφωνα με το ανώτατο στέλεχος της Ford, Kiersten Robinson, «όταν ανοίξαμε τις πόρτες μας ξανά στις 4 Απριλίου, ελάχιστοι ήταν αυτοί που ήθελαν να επιστρέψουν στο γραφείο».
Ο David Solomon, CEO της Goldman Sachs, υπογράμμισε πως σε σχέση με το προ-πανδημικό επίπεδο του 80%, μόλις 50%-60% των εργαζομένων έχουν επιστρέψει στα γραφεία τους τουλάχιστον για λίγες ημέρες κάθε εβδομάδα.
Προς το παρόν, τα δεδομένα ωφελούν τους εργαζομένους. Πολλοί εργοδότες προσπαθούν να βρουν τη χρυσή τομή της ελαστικότητας. «Είναι πολύ δύσκολη η επιστροφή στον περιορισμό του γραφείου όταν έχει βιώσει κανείς την ελευθερία της τηλεργασίας» ανέφερε η Lori Dann, ιδρυτής του Presidents’ Leadership Council.
Οι εταιρείες φοβούνται να «ταράξουν τα νερά» της εργασιακής ισορροπίας αυτή τη στιγμή, δεδομένου του ρεκόρ παραιτήσεων του 2021 στις ΗΠΑ, στα 47 εκατομμύρια άτομα. Σύμφωνα με εκτίμηση της Gartner, περίπου 37,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι στις ΗΠΑ θα παραιτηθούν το 2022 προς εύρεση καλύτερης απασχόλησης.
Πολλές είναι οι εταιρείες οι οποίες επιβάλλουν την επιστροφή στα γραφεία για τους υπαλλήλους τους. Η Apple επέβαλε την επιστροφή στα γραφεία για μία ημέρα τον Απρίλιο, με πλάνα επέκτασης του προγράμματος σε τρεις ημέρες στις 23 Μαΐου. Παρ’ όλα αυτά, ο κολοσσός έχει ήδη χάσει αρκετούς εργαζόμενους σε εταιρείες όπως η Meta, ενώ πρόσφατα ένα ανώτατο στέλεχος του τομέα Τεχνητής Νοημοσύνης της μεταπήδησε στη Google, αντιδρώντας στην προσπάθεια επιβολής της επιστροφής στα γραφεία.
«Η παρουσία στο γραφείο είναι μέρος της κουλτούρας ορισμένων εταιρειών», ανέφερε ο Taylor.
Πολλές επιχειρήσεις, όμως, όπως οι Αmgen, Clorox, DoorDash, Spotify, Splunk και TIAA συνεχίζουν να προσφέρουν υβριδικό ή τηλεργασιακό μοντέλο στους εργαζομένους τους. Οι εταιρείες αυτές συνεχίζουν να μελετούν τις επιπτώσεις, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της τηλεργασίας.
Διαπραγματευτική δύναμη
Όσο για την σχετική διαπραγματευτική δύναμη, οι εργαζόμενοι υπερισχύουν των εργοδοτών, τουλάχιστον στην αμερικανική αγορά. Η ύφεση μπορεί -μεν- να μειώσει τις ελεύθερες θέσεις εργασίας, αλλά η αγορά εργασίας βρίσκεται σε τέτοιο σημείο όπου για κάθε άνεργο υπάρχουν δύο θέσεις εργασίας, δίνοντάς τους τη δυνατότητα επιλογών.
«Αυτό το φαινόμενο έχει επηρεάσει τα πάντα, από τα μπόνους μέχρι το βασικό μισθό και την ικανότητα τηλεργασίας», ανέφερε η Walden, υπογραμμίζοντας πως «με τη μείωση της ανισορροπίας αυτή, η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων πρόκειται -παράλληλα- να μειωθεί».
Παρ’ όλα αυτά, η μείωση αυτή ενδέχεται να μην αποδειχθεί καίρια όπως σε προηγούμενες περιόδους ύφεσης, σύμφωνα με τον Richard Wahlquist, πρόεδρο και CEO της American Staffing Association: «Οι Αμερικανοί εργοδότες καλούνταν να αντιμετωπίσουν έλλειψη ικανών εργαζομένων πριν την πανδημία. Η ζήτηση για τέτοιους εργαζόμενους θα παραμείνει υψηλή ακόμα και στην πιθανότητα ύφεσης της οικονομίας».
Τα άτομα που ψάχνουν για δουλειά ενδέχεται, μεν, να δεχθούν λιγότερες προτάσεις για εργασία τις επόμενες εβδομάδες, σύμφωνα με τον William Chamberlain της Hirect, αλλά το φαινόμενο αυτό δε θα μειώσει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους δύναμη: «Οι εργαζόμενοι δε θα θελήσουν να χάσουν το πλεονέκτημα αυτό και οι εργοδότες πρέπει να καταλάβουν πως οι ευχαριστημένοι υπάλληλοι αποτελούν πλεονέκτημα σε σχέση με τους δυσαρεστημένους. Με λίγα λόγια, κανείς δε θα θελήσει να εργαστεί από φόβο, είτε έχουμε ύφεση, είτε όχι. Οι εργαζόμενοι δε θα πρέπει να ενδώσουν στις απαιτήσεις των εργοδοτών».