Σε μία οδυνηρή «διελκυστίνδα» νομισματικής σύσφιξης έχει καταλήξει η μακροοικονομική κατάσταση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αφού, σύμφωνα με τους αναλυτές της Pimco Τζιν Φρίντα και Τίφανι Γουάιλντινγκ, η Ευρώπη αναμένεται να βυθιστεί σε πολύ χειρότερη οικονομική ύφεση από τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η βρετανική οικονομία βρίσκεται κι αυτή σε πολύ δύσκολη κατάσταση δεδομένων των εμπορικών σχέσεών της με την ηπειρωτική Ευρώπη και την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ενέργειας. Τα επιτόκια, όπως τονίζουν οι αναλυτές, τόσο της ΕΚΤ όσο και της ΒοΕ αναμένεται να καταλήξουν πολύ υψηλότερα από το αναμενόμενο.
Στο συμπέρασμα αυτό, όπως τονίζουν οι Φρίντα και Γουάιλντινγκ, έχουν καταλήξει και οι αγορές: «Οι αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων αυξήθηκαν δραματικά παρά τη μικρότερη από το αναμενόμενο αύξηση των επιτοκίων από την Τράπεζας της Αγγλίας. Αναφορικά, η απόδοση του 10ετούς βρετανικού ομολόγου κυμαίνεται στο 3,8%, σε υψηλό 11ετίας. Παράλληλη αύξηση κατέγραψαν και οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, με το 10ετές bund να κυμαίνεται στο 2,1% σε υψηλό εννέα ετών».
Ο ρόλος της ενεργειακής κρίσης
Το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο σύμφωνα με τους αναλυτές είναι πως η ΕΚΤ και η ΒοΕ, δύο κεντρικές τράπεζες που ιστορικά ακολουθούσαν χαλαρή νομισματική πολιτική, τώρα πια αναγκάζονται να προχωρήσουν σε πολύ δραστικότερες κινήσεις σε σχέση με τη Fed. Σε αντίθεση, όμως, με τις ΗΠΑ η νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει επεκτατική.
«Οι προσπάθειες για την αντιστάθμιση της ενεργειακής κρίσης και την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έχουν μετατραπεί σε κύριο μέλημα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, με πρόσφατο παράδειγμα το τεράστιο πακέτο φορολογικών μειώσεων που ανακοίνωσε ο νέος Βρετανός ΥΠΟΙΚ Κουάζι Κβάρτενγκ και το νέο πλαίσιο στήριξης των οικονομιών της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει πως η περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να λάβει υπόψη τα μέτρα αυτά».
Επιπροσθέτως, όπως τονίζουν οι αναλυτές της Pimco, «ο πληθωρισμός στην Ευρώπη οφείλεται κυρίως σε σοκ προσφοράς ενέργειας και τροφίμων αντί για έλλειψη ζήτησης. Αυτό σημαίνει πως η δημιουργία ύφεσης παρομοίου μεγέθους στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ θα έχει μικρότερη επίδραση στα πληθωριστικά στοιχεία της πρώτης. Οι προσπάθειες μείωσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη και στη Βρετανία πιθανώς θα οδηγήσουν σε περαιτέρω σύσφιξη των εκάστοτε νομισματικών πολιτικών παρά τον κίνδυνο επιδείνωσης της κατάστασης».
Ο ρόλος της αγοράς εργασίας
Επιπλέον, «δεδομένου του υψηλού ποσοστού απασχόλησης στην Ευρωζώνη, η κρίση του κόστους διαβίωσης δεν πρόκειται να αντισταθμιστεί από τη βελτίωση της αγοράς εργασίας». Προφανώς, όπως τονίζουν οι αναλυτές, ο αυξανόμενος πληθωρισμός αποτελεί έναυσμα για την εύρεση εργασίας, αλλά τα δεδομένα της αγοράς αυτής καθεαυτής είναι πολύ πιο ενθαρρυντικά στις ΗΠΑ, όπου η απασχόληση ιδιαίτερα των νέων παραμένει σε χαμηλότερα από τα προ-πανδημικά επίπεδα και έχει περιθώρια βελτίωσης.
Ο ρόλος της ισοτιμίας
Τέλος, «παρά την επιβράδυνση της εγχώριας ζήτησης, οι υψηλές τιμές της ενέργειας απειλούν το πλεόνασμα της Ευρωζώνης και αυξάνουν το έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Παράλληλα, η ισοτιμία του δολαρίου έχει καταγράψει αύξηση της τάξης του 9% το 2022, σε αντίθεση με την μείωση της ισοτιμίας του ευρώ κατά 12% και της στερλίνας κατά 16%». Αυτό, σύμφωνα με τους Φρίντα και Γουάιλντινγκ «πονοκεφαλιάζει» τα στελέχη των κεντρικών τραπεζών των ανεπτυγμένων οικονομιών και ενδέχεται να οδηγήσει σε σπιράλ «ανταγωνιστικής» σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής όπου ο πληθωρισμός θα περιοριστεί μόνο όταν η οικονομική οδύνη έχει υπερβεί τα όρια.
«Σε έναν προ-πανδημικό κόσμο αφθονίας, η προσφορά σχεδόν ποτέ δεν περιόριζε την ανάπτυξη, ενώ δε δημιουργούσε προβλήματα αύξησης του πληθωρισμού. Τώρα πια, όμως, μετά από την ιστορική πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο ρόλος της προσφοράς δεν είναι μόνο σημαντικός, αλλά αποτελεί και τη μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των μακροοικονομικών δεδομένων των εκάστοτε χωρών», καταλήγουν.