Πρύμναν ανέκρουσε η ιταλική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους επενδυτές, μετά την αιφνίδια απόφαση επιβολής έκτακτης φορολόγησης στα υπερκέρδη των τραπεζών -μια κίνηση, η οποία έσβησε σε λίγες ώρες 10 δισ. ευρώ από τη χρηματιστηριακή αξία των τραπεζικών μετοχών.
Σε διευκρινιστικές δηλώσεις, αργά το βράδυ της Τρίτης, η Ρώμη γνωστοποίησε ότι ο έκτακτος φόρος δεν θα υπερβαίνει το 0,1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων (assets) του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Ταυτόχρονα, έκανε γνωστό ότι όσες τράπεζες έχουν ήδη προβεί σε αυξήσεις επιτοκίων προς τους καταθέτες «δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο» από την εφαρμογή του νέου κανονισμού.
Οι παραπάνω διευκρινίσεις, όπως είναι εύλογο, τυγχάνουν της θετικής υποδοχής των αγορών, με τον κύριο δείκτη FTSE MIB στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου να ενισχύεται δυναμικά.
Από τις επιμέρους τράπεζες, η μετοχή της UniCredit διευρύνεται κατά τουλάχιστον 2,3%, ενώ η μετοχή της Intesa Sanpaolo ακολουθεί στο +2%. Στο σύνολό του, ο τραπεζικός δείκτης κερδίζει 2,2%, αν και σε επίπεδο εβδομάδας εξακολουθεί να υπολείπεται κατά σχεδόν 5%.
Η σημερινή άνοδος έρχεται να αμβλύνει τις χθεσινές απώλειες, όταν οι μετοχές των τραπεζών απώλεσαν έως 11%. Αποτέλεσμα ήταν η κεφαλαιοποίησή τους να μειωθεί αθροιστικά κατά 10 δισ. ευρώ.
Η αρχική απόφαση της κυβέρνησης Μελόνι αφορούσε την επιβολή φόρου 40% επί των «ουρανοκατέβατων» κερδών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με στόχο τη χρηματοδότηση φορολοελαφρύνσεων και μέτρων στήριξης των δανειοληπτών.
Με βάση τις λεπτομέρειες του σχεδίου, η φορολογία για το 2023 θα επιβαλλόταν σε περιπτώσεις υπέρβασης των εσόδων από τόκους (ΝΙΙ) κατά τουλάχιστον +10%. Αναδρομικός φόρος θα εφαρμοζόταν και για το 2022, σε περίπτωσης υπέρβασης των εσόδων από τόκους κατά τουλάχιστον 5%.
Στόχος της ιταλικής κυβέρνησης, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ήταν η άντληση έως και 2 δισ. ευρώ, δεδομένων των μεγάλων κερδών του κλάδου από τις διαδοχικές αυξήσεις στα επιτόκια της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας (στο 4,25% το βασικό επιτόκιο).
Ωστόσο, η θέσπιση του ανώτατου ορίου 0,1%, όπως εξηγούν οι αναλυτές της Jefferies, αναμένεται να περιορίσει αισθητά τον αντίκτυπο του μέτρου, κατεβάζοντας τον στόχο εισπραξιμότητας της κυβέρνησης.