Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο, ενισχύοντας τις πιθανότητες μιας ύφεσης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, δηλαδή λιγότερο από τη μείωση του 0,2% που περίμεναν οι αναλυτές. Βαρίδι για την γερμανική οικονομία ήταν η μείωση των καταναλωτικών δαπανών.
Τα στοιχεία υπογραμμίζουν τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η Γερμανία στην προσπάθειά της να ανακάμψει από την ύφεση που προκλήθηκε τον περασμένο χειμώνα, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη ή εμφάνισε οριακή ανάπτυξη.
Έτσι, η Γερμανία είναι η μοναδική μεγάλη οικονομία για την οποία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένει αρνητική μεταβολή του ΑΕΠ φέτος, καθώς πλέον εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Τα υψηλότερα επιτόκια τόσο στη Γερμανία όσο και σε διεθνές επίπεδο συμπιέζουν σημαντικά την ζήτηση για βιομηχανικά αγαθά, στα οποία η γερμανική οικονομία στηρίζεται περισσότερο σε σχέση με άλλες για την ανάπτυξή της. Ο γίγαντας των χημικών Lanxess ανακοίνωσε ότι θα περικόψει το 7% του εργατικού δυναμικού του αυτό τον μήνα, ενώ η Volkswagen προσπαθεί μέσω της εξοικονόμησης κόστους να ενισχύσει την κερδοφορία της.
Ενώ οι υπηρεσίες τα πηγαίνουν καλύτερα, οι έρευνες της S&P Global δείχνουν ότι η δυναμική και σε αυτό το κομμάτι της οικονομίας επιβραδύνει. Επιπλέον, ανησυχητικές ενδείξεις αρχίζουν να εμφανίζονται και στην αγορά εργασίας, που έως τώρα ήταν ισχυρή.
Σύμφωνα με την S&P Global, η δραστηριότητα στον συνολικό ιδιωτικό τομέα συνέχισε να συρρικνώνεται στην έναρξη του τέταρτου τριμήνου.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, τα στοιχεία για το ΑΕΠ σχηματίζουν μία μεικτή εικόνα. Στην Ισπανία η ανάπτυξη διατηρείται, ενώ η Αυστρία βυθίστηκε σε ύφεση, υπό το βάρος της μείωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Τα στοιχεία για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης αναμένονται την Τρίτη, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι οι ρυθμοί μειώθηκαν στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου.
Οι ανησυχίες για το μέλλον της γερμανικής οικονομίας εστιάζουν στη γήρανση του εργατικού δυναμικού της, την υπερβολική εξάρτηση από την Κίνα και την ανάγκη μιας γρήγορης μετάβασης σε νέες ενεργειακές πηγές.
Κορυφαίοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Bundesbank Joachim Nagel, πάντως, έχουν δηλώσει ότι η απαισιοδοξία είναι υπερβολική, καθώς η Γερμανία έχει επιδείξει και στο παρελθόν την ικανότητά της να προσαρμόζεται στις συνθήκες.