Δεν γνωρίζω αν ο Αλέξης Τσίπρας «πιάνει πουλιά στον αέρα και πόσα», αλλά αυτό που ξέρω, γιατί όλοι το βιώσαμε, είναι ότι στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, μπορεί να αξιοποιεί συγκεκριμένες καταστάσεις υπέρ του. Και αυτό το κάνει με έναν περιπαικτικό κυνισμό, γνωρίζοντας ότι αυτός περνάει στο ευρύ κοινό.
Γράφει ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2015, για να κρατηθεί στην εξουσία, οργάνωσε ένα δημοψήφισμα με την ελπίδα ότι θα το χάσει και όταν το κέρδισε κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει και σε μια νύκτα ανέτρεψε το υπέρ του αποτέλεσμα για έξοδο από την ευρωζώνη, σε παραμονή σε αυτήν, με πιο επώδυνους όρους από αυτούς που δήθεν ήθελε να καταργήσει
Γνώριζε πολύ καλά ο κ. Τσίπρας ότι οι περισσότεροι από αυτούς που είχαν ψηφίσει «ναι» στην έξοδο, στην ουσία με ανακούφιση δέχθηκαν την παραμονή στο ευρώ. Επίσης, στη διάρκεια της θητείας του στην πρωθυπουργία, ο κ. Τσίπρας εμπέδωσε την αντίληψη ότι ο «ευρωπαϊκός καπιταλισμός» δεν έχει καμμίαν απολύτως σχέση με τα λενινιστικά παραμύθια που μάθαινε στην ΚΝΕ. Και αυτό τον οδήγησε σε αναθεωρήσεις δύσπεπτες για κάποιους εταίρους εκείνη την περίοδο.
Όπως πολύ σωστά τόνιζε σε παλαιότερο άρθρο της στα «Νέα» η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, «η σοσιαλδημοκρατία είναι το by default καθεστώς στην Ευρώπη, είτε οι Ευρωπαίοι ψηφίζουν Χριστιανοδημοκράτες, είτε Σοσιαλδημοκράτες, ή σοσιαλιστές ευρωπαϊκής ποικιλίας».
Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, στη Δυτική Ευρώπη, από την οποίαν κάποιοι θέλησαν να αποκλείσουν την Ελλάδα, αναπτύσσεται και προοδεύει ένα καθεστώς μεικτής οικονομίας, με εξίσου μεικτή διαχείριση και συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων.
Βέβαια, όπως επισημαίνει στο ίδιο άρθρο της η Σώτη Τριανταφύλλου, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης, υπάρχουν διαφορές ως προς την πολιτική ιστορία και χειραφέτησή τους.
«...Η σοσιαλδημοκρατία είναι παλαιότερη, άρα ωριμότερη και πιο επεξεργασμένη στη βόρεια Ευρώπη - όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν θεσπίσει τη συνδιαχείριση κι όπου η φορολογική δικαιοσύνη είναι δεδομένη - ενώ στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπείρου αγωνιζόμαστε ακόμα με προνεωτερικά κατάλοιπα, με τον χυδαίο κρατισμό και με την ανεντιμότητα του κράτους και των πολιτών μαζί και ταυτοχρόνως.
Τούτου λεχθέντος, ό,τι κι αν ψηφίζουν οι Ευρωπαίοι -συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων - δεν κρίνει το «καθεστώς». Η σοσιαλδημοκρατία έχει κατακτηθεί και, στο πέρασμα του χρόνου, προσπαθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να βελτιστοποιήσει τις συνθήκες ζωής για τους πολλούς. Με τις εκλογές αναδεικνύεται πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό που θα στελεχώσει τον μηχανισμό αυτού του καθεστώτος, καθώς και ο βαθμός, η έκταση, οι μέθοδοι του κρατικού ελέγχου στο σύστημα της (σχεδόν) ελεύθερης αγοράς. Με λίγα λόγια, οι εκλογείς στις πολιτισμένες χώρες έχουν ήδη αποφασίσει περί του «καθεστώτος» μέσω της ιστορικής πείρας και των θετικών αποτελεσμάτων της - αυτό που μένει να γίνει κάθε τέσσερα χρόνια, είναι η επιλογή των προσώπων που θα ερμηνεύσουν και θα εφαρμόσουν τις αρχές της μεικτής οικονομίας με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό δυνατό τρόπο.
Όλα όσα προηγούνται, ο Αλέξης Τσίπρας στη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας του τα κατάλαβε μια χαρά υπήρξε δε πολύτιμη εμπειρία γι’ αυτόν το 17ωρο σεμινάριό του με τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αλεπού της πολιτικής Ζων-Κλωντ Γιούνκερ. Ο τελευταίος του εξήγησε πολλά πράγματα περί την Ευρώπη και του είπε στο αυτί ότι «μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα είχε για τον ίδιο τις συνέπειες εθνικής προδοσίας».
Όλα αυτά οδήγησαν τον τότε επικεφαλή του Σύριζα στην απόφαση να αλλάξει εκ βάθρων το κόμμα του και τη φιλοσοφία του, πλην όμως το ερώτημα ήταν με ποιους και με ποιο τρόπο.
Ένα άλλο ερώτημα ήταν ποια γλώσσα θα μιλάει το κόμμα και πως αυτή θα γίνεται αντιληπτή από τους περίφημους millennials, δηλαδή τη γενιά του 2000. Σίγουρα τέτοιες αλλαγές δεν μπορούσαν να γίνουν με ανθρώπους που προέρχονταν από την αρχαϊκή αριστερά και το τριτοκοσμικό ΠΑΣΟΚ, αλλ’ ούτε και από νεώτερα στελέχη του Σύριζα που αλληθώριζαν προς... Κουφοντίνα πλευρά.
Η συντριπτική ήττα του σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις έπεισε τον Αλέξη Τσίπρα ότι το άνοιγμα που επιδιώκει για το κόμμα του δεν μπορεί να γίνει παρά από ένα εντελώς νέο πρόσωπο, που θα τελεί υπό τον έλεγχό του. Και το όνομα αυτού Στέφανος Κασσελάκης
Στόχος της νέας ηγεσίας του Σύριζα, δεν είναι η δημιουργία ενός κόμματος στο χώρο της κεντροαριστεράς με παλαιά υλικά, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος ηγέτης, θα επιδιώξει θεαματικά ανοίγματα προς τους millennials, αλλά και προς το σημαντικό κοινό του ΠΑΣΟΚ, το οποίο δείχνει να είναι απογοητευμένο από τη νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι κατάδηλο έτσι ότι μπαίνουμε βαθμιαία σε ένα αλλαγμένο εγχώριο πολιτικό τοπίο, μέσα στο οποίο θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα εκδηλωθούν και νέα ιδεολογικά φαινόμενα, όπως οι εξ’ Αμερικής θεωρίες της αφύπνισης για παράδειγμα. Τα νέα αυτά φρούτα όμως, αυτή τη φορά δεν θα έχουν ως πρόσημο την πρόοδο αλλά την οπισθοχώρηση στα βάθη της αμνησίας. Θα είναι διάχυτα δηλαδή από αντιδραστικό λαϊκισμό που θα εμφανίζεται ως «τελική λύση» Κατά τα λοιπά, διάχυτη θα είναι και η από εκατομμυρίων ετών προφητεία περί της συντέλειας του κόσμου. Και εις άλλα με υγεία λοιπόν.