Πληθαίνουν οι «μαύροι κύκνοι» γύρω από την αγορά του πετρελαίου, η τιμή του οποίου παραμένει καθηλωμένη κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο, εν μέσω της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής, η οποία δημιουργεί στρεβλώσεις στο ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, την προηγούμενη εβδομάδα, τα συμβόλαια WTI στις ΗΠΑ έφθασαν έως τα 68 δολάρια/βαρέλι, ενώ τα συμβόλαια Brent στην Ευρώπη έπεσαν ακόμη και κάτω του ορίου των 73 δολαρίων/βαρέλι, προτού τελικά ανακάμψουν στα 76 δολάρια/βαρέλι.
Τα εν λόγω επίπεδα είναι τα χαμηλότερα από τον περασμένο Ιούνιο, με τις σωρευτικές απώλειες από τον Σεπτέμβριο -όταν οι τιμές φλέρταραν με τα 100 δολάρια/βαρέλι- να υπερβαίνουν το 25%.
Αυτή η συνθήκη δημιουργεί φόβους για τη δημιουργία μιας πλεονασματικής κατάστασης στο ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να περιμένουν διατήρηση των «αρκούδων» έως τουλάχιστον τα μέσα του 2024.
Σ’ αυτό το ολοένα και πιο δυσοίωνο περιβάλλον έρχεται να προστεθεί και η εκτίμηση για επιβράδυνση της κατανάλωσης αργού από την Κίνα, η οποία θεωρείται ο μεγαλύτερος εισαγωγέας «μαύρου» χρυσού παγκοσμίως. Και φυσικά, μην ξεχνάμε και τον κίνδυνο ύφεσης στην αμερικανική οικονομία, λόγω του πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων.
«Το πετρέλαιο αντιμετωπίζει μια αμερικανικής προέλευσης άνοδο στις -εκτός OPEC- προμήθειες και αμφιβολίες για τον βαθμό συμμόρφωσης των μελών του OPEC, σε συνδυασμό με ορισμένες προοπτικές μείωσης της ζήτησης» εξηγεί χαρακτηριστικά ο Βίσνου Βάραθαν, αναλυτής της Mizuho Bank, μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg.
H αμερικανική παραγωγή εκτιμάται ότι θα φθάσει στο σύνολο του 2023 στα 12,93 εκατ. βαρέλια ημερησίως, σημειώνοντας άνοδο κατά 300.000 βαρέλια σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
Την ίδια στιγμή, τα αποθέματα έχουν αυξηθεί κατά 1,4 εκατ. βαρέλια στο μεγαλύτερο κέντρο αποθήκευσης της χώρας, στην Οκλαχόμα.
Την Τετάρτη, βέβαια, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, δηλαδή η Federal Reserve, πρόσφερε αφιλοκερδώς χείρα βοηθείας στον «μαύρο χρυσό», σηματοδοτώντας την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και προαναγγείλλοντας έως τρεις μειώσεις επιτοκίων για το 2024.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται και παραπάνω, τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, θέτοντας εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα αυτής της ανοδικής προσπάθειας.